el arte de la fuga

28.6.06


ΕΝΑ ΚΙΤΡΙΝΟ ΡΟΔΟ

Ούτε εκείνο το απόγευμα ούτε το επόμενο πέθανε ο επιφανής Τζιανμπατίστα Μαρίνο, που ομόφωνα τα στόματα της Φήμης (για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα που ήταν σ’ εκείνον προσφιλής) τον ανακήρυξαν τον νέο Όμηρο και τον νέο Δάντη, αλλά το σιωπηλό και ακίνητο γεγονός που του συνέβη τότε υπήρξε πράγματι το τελευταίο της ζωής του. Πλήρης ετών και δόξας, ο άνδρας αργοπέθαινε σε ένα φαρδύ ισπανικό κρεβάτι με σκαλιστές κολόνες. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε λίγα βήματα πιο κει ένα ήσυχο μπαλκόνι με θέα προς τη δύση και, πιο κάτω, μάρμαρα, δάφνες κι έναν κήπο που πολλαπλασιάζει τα σκαλοπάτια του σε μια ορθογώνια στέρνα. Μια γυναίκα έχει βάλει ένα κίτρινο ρόδο σ’ ένα κύπελλο· ο άνδρας μουρμουρίζει τους αναπόφευκτους στίχους που, για να είμαστε ειλικρινείς, κι αυτόν τον ίδιο έχουν αρχίσει πια να τον κουράζουν:

Πορφύρα του κήπου, στολίδι του αγρού,
Πετράδι της άνοιξης, μάτι του Απρίλη…


Τότε έγινε η αποκάλυψη. Ο Μαρίνο είδε το ρόδο, όπως μπόρεσε να το δει ο Αδάμ στον Παράδεισο, κι ένιωσε πως το ρόδο υπήρχε στην αιωνιότητά του και όχι στα δικά του λόγια, και πως μπορούμε να κατονομάζουμε ή να υπαινισσόμαστε μα δεν μπορούμε να εκφράσουμε και ότι οι ψηλοί, αλαζονικοί τόμοι που σχημάτιζαν σε μια γωνία της κάμαρας ένα χρυσαφένιο μισοσκόταδο δεν ήταν (όπως η ματαιοδοξία του ονειρεύτηκε) ένας καθρέφτης του κόσμου, μα ένα ακόμη πράγμα που προστέθηκε στον κόσμο.
Σ’ αυτήν την έκλαμψη έφτασε ο Μαρίνο την προηγουμένη του θανάτου του, κι ίσως να έφτασαν σ’ αυτήν και ο Όμηρος και ο Δάντης.
Jorge Luis Borges, El hacedor
ΥΓ. Ένα εξαιρετικό δείγμα από την παράδοση αυτής της γλώσσας στη microficción, ένα ακόμα σχόλιο στην προηγούμενη κουβέντα περί πραγματικότητας και λογοτεχνίας. Η μετάφραση είναι το αποτέλεσμα της εργασίας μιας τάξης μετάφρασης από τα ισπανικά στα ελληνικά στην οποία δίδασκα πέρυσι το χειμώνα και όχι αυτή που κυκλοφορεί στα ελληνικά βιβλιοπωλεία, κυρίως διότι αυτήν έχω πρόχειρη εδώ στην ξενιτιά, αλλά μου αρέσει κιόλας.
posted by Rayuela at 9:04 μ.μ. 8 comments

Microficción, megaficción, metaficción (2)


Πρόλογος: Έβαλα προχτές αυτόν τον τίτλο στο προηγούμενο ποστ, που τελικά έμεινε εντελώς μετέωρος… μιας και δεν πρόλαβα να τον εξηγήσω. (Πρέπει να ομολογήσω πως σ’ αυτό το μπλογκ αποκαλύπτω τη χειρότερη πλευρά του χαρακτήρα μου, αθετώ υποσχέσεις, αφήνω πράγματα μετέωρα, εν γένει πάντως δεν είμαι τόσο αναξιόπιστη…) Κι ενώ έλεγα πως θα συνεχίσω την ίδια μέρα δίνοντας τις απαραίτητες εξηγήσεις και συνεχίζοντας τα νέα μου, πρώτα κατέρρευσα μετά το τρομερό ξενύχτι, την επομένη ξύπνησα στα μαύρα μου τα χάλια χωρίς κανένα κέφι, διέπραξα τη μια αφηρημάδα μετά την άλλη αδεξιότητα, και προφανώς καμία διάθεση δεν είχα να σας γράφω περί microficción και megaficción. Τώρα λέω να το κάνω, κυρίως γιατί αισθάνομαι υπόλογη. Λοιπόν, οι αφορμές για τον τίτλο ήταν τρεις τουλάχιστον, και αρχίζω την απαρίθμηση. Πρώτον, την περασμένη εβδομάδα παρακολούθησα μια συνάντηση με θέμα τη microficción, δηλαδή την μικρομυθοπλασία, ή sudden fiction, όπως έμαθα πως λέγεται στα αγγλικά. Η συνάντηση ήταν διεθνής αν και εντός του ισπανόφωνου κόσμου, με εκπροσώπους από την Αργεντινή (εννοείται), το Μεξικό, την Ισπανία, την Βενεζουέλα, τη Χιλή, την Κολομβία κτλ. Έγιναν αναγνώσεις, θεωρητικές τοποθετήσεις, παρουσιάστηκαν βιβλία και άλλα τέτοια. Η δεύτερη αφορμή ήταν η γνωριμία μου με τον Ρικάρντο Πίλια, έναν αργεντίνο συγγραφέα του οποίου έχω μεταφράσει δύο βιβλία στα ελληνικά και ο οποίος θέτει και στα δύο με επιμονή το ερώτημα: Πώς μπορούμε να αφηγηθούμε τα πραγματικά γεγονότα. Με τον τρόπο του το απαντά κιόλας. Και η τρίτη, η ανάγνωση πολλών διαδικτυακών ημερολογίων, κοινώς μπλογκ, τα οποία πολύ συχνά αποτελούν δείγματα αυτού του είδους της μικρομυθοπλασίας, άλλοτε καλά και άλλοτε κακά δείγματα. Ένα τέταρτο στοιχείο που προσετέθη στα παραπάνω είναι η δική μου αγάπη στις μεγάλες μυθοπλασίες, στα μυθιστορήματα-ποταμούς, εν γένει στις μεγάλες και φιλόδοξες κατασκευές. Τώρα πάλι που τα βλέπω όλα αυτά, σκέφτομαι πως αν αρχίσω να γράφω θα γεμίσω ένα σκασμό σελίδες, τις οποίες δεν θα διαβάσει κανείς, δηλαδή μπορώ να σκεφτώ μόνο έναν αναγνώστη, που θα αντέξει να τα διαβάσει όλα αυτά, αλλά αν είναι για έναν, του τα γράφω και σε προσωπική επιστολή, προς τι να εκτιθέμεθα; Τέλος πάντων, θα πω επιγραμματικά τις σκέψεις μου.

(Μετα-) Ένα: Στην περίφημη συνάντηση οι συμμετέχοντες υποστήριξαν πως η μικρομυθοπλασία είναι η λογοτεχνία του 21ου αιώνα, μάλιστα θεώρησαν πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής και το διαδίκτυο ενισχύουν την επικράτησή της. Δύο: Εμένα αυτό μου φαίνεται μια κουταμάρα, παρ’ όλο που στα διαδικτυακά ημερολόγια συναντά κανείς πολλές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Τρία: η μικρομυθοπλασία όσο κι αν έχει προσφέρει εξαίρετα δείγματα γραφής, πολύ συχνά δεν αποφεύγει το διδακτισμό (βλ. τα κειμενάκια του Κοέλιο που βάζουν κάθε Σάββατο στον Ταχυδρόμο, έτσι για να μας ανακατεύουν τα άντερα μεσημεριάτικα), τη μελούρα, τον δωρεάν σουρεαλισμό (μεταξύ των συγγραφέων που διάβασαν στη συνάντηση, ήταν κι ένας που διάβαζε με πολύ πάθος και θεατρικότητα κάτι μικρά κειμενάκια με πράσινα άλογα, ραπτομηχανές, ομπρέλες και χειρουργικά τραπέζια, ή τέλος πάντων άλλα παρόμοια), την προχειρότητα και την κοινοτοπία. Τέσσερα: όσο πιο μικρό είναι το κείμενο, νομίζω εγώ, τόσο πιο αυστηροί είναι οι κανόνες σύνθεσής του, όταν μιλάμε για λογοτεχνία τουλάχιστον. Τα σύντομα αφηγήματα μου φαίνεται πως έχουν απ’ το συγγραφέα τους τις ίδιες απαιτήσεις με τα ποιήματα. Αλλιώς απλώς σαχλαμαρίζουν. Πέντε: τα μπλογκ δεν είναι κατά τη γνώμη μου λογοτεχνία. Γι’ αυτό κι αυτά που μου αρέσει να διαβάζω είναι εκείνα που είτε σχολιάζουν με πνεύμα την επικαιρότητα (πολιτική, καλλιτεχνική, κοινωνική, γιατί όχι και αθλητική;) είτε αυτά που στο επίπεδο του προσωπικού αφηγούνται ιστορίες έτσι όπως θα τις λέγαμε σ’ ένα φίλο, σ’ έναν προσωρινό συγκάτοικο ενός ξενοδοχείου, σε έναν συνταξιδιώτη στο κουπέ ενός τρένου. Μελούρες και λογοτεχνικούρες βαριέμαι να διαβάζω, και γενικώς με κάνουν να αισθάνομαι πως συμμετέχω σε ένα reality show με θέμα ποιος θα γίνει συγγραφέας. Έξι: έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στους εκδοτικούς μηχανισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας μας και πιστεύω πως όποιος γράφει καλά και δουλεύει με προσήλωση, ουδόλως θα δυσκολευτεί να βρει εκδότη αν το επιθυμήσει. Αντιθέτως, έχω μικρότερη εμπιστοσύνη στους φορείς της πληροφόρησης και της κριτικής, οπότε βρίσκω ενδιαφέροντες τους μπλόγκερ που έχουν να μου μάθουν κάτι ή να μου προσφέρουν τη δική τους ματιά πάνω στα τεκταινόμενα. Επίσης μου αρέσουν όσοι διηγούνται ιστορίες από τη ζωή τους, όταν βέβαια το κάνουνε με στυλ, όπως θα μου τις διηγούνταν εάν ήθελαν να με γοητεύσουν σε κάποιο νυχτερινό μπαρ. Επτά: Πώς μπορούμε να διηγηθούμε εντέλει τα πραγματικά γεγονότα, αν και εμένα μου αρέσει να τρώω το άρθρο, και να λέω «πώς μπορούμε να αφηγηθούμε πραγματικά γεγονότα»; Με τα εργαλεία της λογοτεχνίας, απαντά ο Πίλια, και φτιάχνει μια ολόκληρη λογοτεχνία από πλάγιους λόγους. Δεν ξέρω πόσο κατανοητό είναι αυτό, θέλω να πω πως εναλλάσσει διάφορες μορφές λόγου και αφηγηματικές φωνές, εσωτερικό μονόλογο, ημερολόγια, επιστολές, διάλογο, δημοσιογραφική γλώσσα, ότι ακόμα κι η φαινομενικά αθώα αφήγηση δεν είναι τόσο αθώα, γιατί πάντα είναι η αφήγηση κάποιου από τους ήρωές του. Όλο αυτό που ίσως έτσι ξεκάρφωτο ακούγεται αυτονόητο, γίνεται με τόση συνέπεια και τόσο συνειδητά που δίνει ένα πολύ ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Δεν είναι ο πρώτος ούτε ο μόνος που το κάνει, εννοείται, απλώς με τον τρόπο του το δηλώνει κιόλας, το θέμα του εντέλει είναι ακριβώς αυτό. Πολύ ωραία σχολιάζει αυτό το ζήτημα και ο Μωπασσάν στο παρακάτω απόσπασμα: Να δίνεις την εντύπωση του αληθινού σημαίνει να δημιουργείς μια πλήρη ψευδαίσθηση του αληθινού, ακολουθώντας τη συνήθη λογική των γεγονότων, και όχι να τα μεταγράφεις δουλικά στο συνονθύλευμα της διαδοχής τους. Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι ταλαντούχοι Ρεαλιστές θα έπρεπε μάλλον να αποκαλούνται ψευδαισθησιαστές […] Καθένας από μας δημιουργεί λοιπόν για λογαριασμό του μια ψευδαίσθηση του κόσμου, ψευδαίσθηση ποιητική, συναισθηματική, χαρούμενη, μελαγχολική, βρώμικη ή πένθιμη, ανάλογα με τη φύση του. Και η μοναδική αποστολή του συγγραφέα είναι να αναπαράγει πιστά αυτή την ψευδαίσθηση με όλες τις καλλιτεχνικές διεργασίες που έχει μάθει και τις οποίες έχει στη διάθεσή του.
Χριστέ μου, νομίζω πως έχω γίνει αφορήτως πληκτική, και θα σταματήσω εδώ, παρ’ όλο που δεν έχω γράψει ούτε τα μισά απ’ αυτά που σκεφτόμουν όλες αυτές τις μέρες. Συγγνώμη σε όσους βαρέθηκαν αφόρητα... δεν θα το ξανακάνω...
posted by Rayuela at 8:33 μ.μ. 6 comments

26.6.06

Microficción, megaficción, metaficción

1. Ένα βράδυ το χρόνο τουλάχιστον πρέπει να το περάσω άγρυπνη, αλλά τελείως άγρυπνη, όχι να πέσω στο κρεβάτι τα ξημερώματα, αυτό είναι πολύ συχνό, όχι να κάνω τη μέρα νύχτα, αλλά τη νύχτα μέρα και τη μέρα να την αφήσω στη θέση της. Σήμερα είναι λοιπόν μια τέτοια μέρα και μια τέτοια νύχτα και ως συνήθως η κύρια αιτία είναι η δουλειά. Σ’ εμάς τους μεταφραστές πολύ συχνά συμβαίνει να καθυστερούμε μια δουλειά, να προσπερνάμε προθεσμίες, να λέμε αύριο κι αυτό να μη σημαίνει ούτε τέσσερα μεθαύριο, μέχρι που φτάνει κάποια μέρα και λες σήμερα, κι αυτό είναι σήμερα, είσαι αποφασισμένος να ξεμπερδεύεις μια για πάντα και με όποιο τίμημα.
Από το πρωί λοιπόν παιδεύομαι μ’ αυτό το γαμημένο το συνέδριο και προσπαθώ να λύσω τις τελευταίες απορίες και προβλήματα. Το βράδυ βγήκα γιατί είχα κανονίσει από μέρες να φάω με τον τύπο από την πρεσβεία με τον οποίο μιλούσα στα τηλέφωνα από το Φεβρουάριο προκειμένου να καταφέρω να μου πληρώσουν το διαβολεμένο εισιτήριο, και παρ’ όλο που δεν μου το πλήρωσαν τελικά, εκείνος ήταν πολύ ευγενικός και εξυπηρετικός, και ήθελε πολύ να με βοηθήσει, και εντέλει με βοήθησε δι’ άλλης οδού, ιδιωτικής, αφού με παρέπεμψε στο Ίδρυμα Ωνάση, που γενναιόδωρα συμμετείχε σε ένα μεγάλο μέρος των εξόδων αυτού του ταξιδιού. Δεν θα σας ζαλίσω πάλι με τις μαγικές λέξεις bife de chorizo, bife de lomo και ojo de bife (που ήταν η σημερινή παραλλαγή) και δεν θα κάνω τα σάλια σας να τρέξουν περιγράφοντας πόσο νόστιμο, ζουμερό και απολαυστικό ήταν το κρέας μου. Πήγαμε λοιπόν στο Πουέρτο Μαδέρο (από το οποίο σας υπόσχομαι την επόμενη φορά να έχω φωτογραφία, δική μου, ανήκει στην κατηγορία "κορνίζα" βλ. παρακάτω), δειπνήσαμε κουβεντιάζοντας χαλαρά περί ανέμων και υδάτων και επέστρεψα στο διαμέρισμά μου κατά τη μιάμιση, έτοιμη να κλείσω επιτέλους το ζήτημα Συνέδριο οριστικά. Έτσι, έφτασαν τα ξημερώματα και τώρα, επτά και τέταρτο το πρωί, συνεχίζω γράφοντας το παρόν ποστ, αφού έστειλα τα κείμενα του συνεδρίου εκεί που έπρεπε να σταλούν, απάντησα σε διάφορα μέιλ, χαζολόγησα σε διάφορα μπλογκ, πέτυχα τον Θεόφιλο αγουροξυπνημένο στην άλλη άκρη του κόσμου και επιδοθήκαμε σε πρωινή κουβεντούλα μετά μεταφραστικών αποριών κτλ.

(Μετα-) Ο άνθρωπος που δεν κοιμάται είναι επικίνδυνο πρόσωπο, αυτό πρέπει να το επισημάνουμε, γιατί παράλληλα με τις δουλειές του σκέφτεται. Επίσης το γεγονός ότι δεν κοιμάται τη νύχτα ενώ ο υπόλοιπος κόσμος αναπαύεται ήσυχος ήσυχος του προκαλεί ενίοτε μια μεγαλομανία, μια αίσθηση ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό που σκέφτεται και ότι θα έπρεπε να ξυπνήσει και τους υπόλοιπους για να μοιραστεί μαζί τους το μεγαλείον της σκέψης του. Θα έρθει όμως και η ώρα του… του μεγαλείου. (Άσε που ο άνθρωπος που ξαγρυπνάει και βλέπει την ανατολή, νιώθει μια ψυχική ανάταση λες και την έφτιαξε με τα χεράκια του, εγώ όμως σήμερα δεν έκανα και σπουδαία δουλειά, πολύ μέτρια ανατολή ετοίμασα.)

2. Αυτή την εβδομάδα κατ’ αρχάς το πρόγραμμα είχε Μουσείον Malba, δηλαδή Μουσείο Λατινοαμερικάνικης Τέχνης του Μπουένος Άιρες (http://www.malba.org.ar/web/), το οποίο είναι ένα ιδιωτικό μουσείο, εγκαινιάστηκε πρόσφατα, το 2001, λίγο πριν από την τρομερή κρίση που διέλυσε την Αργεντινή, στη μόνιμή του συλλογή συμπεριλαμβάνει χαρακτηριστικά έργα της λατινοαμερικάνικης τέχνης του 20ού αιώνα, οι πιο γνωστοί σ’ εμάς από τους καλλιτέχνες που έστω κι ένα έργο τους βρίσκεται στη συλλογή είναι η Φρίντα Κάλο, ο Ριμπέρα, ο Μποτέρο, ο Μάττα… Η συλλογή του είναι μια σύντομη διαδρομή στην ιστορία της λατινοαμερικάνικης τέχνης από την αρχή του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, κάποια από τα έργα δεν τα είδα γιατί μια αίθουσα για κάποιο λόγο ήταν κλειστή, κάποια είναι πολύ όμορφα, κάποια ενδιαφέρονται, νομίζω πως και η πορεία έχει κάποιο ενδιαφέρον, το πέρασμα από τη μια περίοδο στην άλλη. Αυτή την εποχή το μουσείο έχει και μια έκθεση με σκίτσα του Λίχτενστάιν… πολύ βαρετή όμως, τίποτα δεν μου είπε η περιδιάβαση μπροστά από σκίτσα και σχεδιάσματα. Μέχρι τώρα δηλαδή μου φαινόταν συμπαθής ο Λιχτενστάιν, μάλλον γιατί δεν τον είχα δει ποτέ μαζεμένο, και σήμερα ομολογώ πως δεν κατάλαβα γιατί ξαφνικά έπρεπε να βλέπω διάφορα σπιτάκια, εκπυρσοκροτήσεις όπλων, ηλιοβασιλέματα και ανατολές και προσχέδια γυμνών νεανίδων, τα οποία ο καλλιτέχνης φιλοτεχνούσε προετοιμάζοντας κάποιο έργο του. Νομίζω πως το σημαντικότερο σ’ έναν καλλιτέχνη σαν τον Λίχτενστάιν είναι η ιδέα του (την οποία ούτως ή άλλως εξάντλησε, αν έχεις δει δυο τρεις πίνακές του είναι σαν να τους έχεις δει όλους) και

κανένα ενδιαφέρον δεν έχουν τα σκιτσάκια του. Επιπλέον ξαφνικά μου φάνηκε απίστευτα επίπεδος, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια της λέξης, αλλά πάρα πολύ επίπεδος, και έπληξα μέχρι θανάτου. Ότι σκεφτόμουν, μόλις προηγουμένως, όση ώρα επισκεπτόμουν τις αίθουσες με τη μόνιμη συλλογή του μουσείου, πόσο μου αρέσει η γλυπτική, πως έχω την αίσθηση ότι κάποια γλυπτά με ρουφάνε μέσα τους, πως το παιχνίδι με τους όγκους και τα κενά έχει μια παράξενη δύναμη, πάνω μου τουλάχιστον. Να μην ανοίξουμε δε το στόμα μας για τα γλυπτά του Λίχτενστάιν, τα οποία είναι κάτι σάχλες απίθανες, τα πιο πολλά λέγονται brushstrokes, δηλαδή βουρτσιές, αν δεν κάνω λάθος… Γλυπτική και πάλι γλυπτική, λοιπόν, όγκοι και υφές, μουσικότητα (είναι κοινή η αίσθηση ότι μερικά γλυπτά εκπέμπουν μουσική; και δεν εννοώ του Τάκις). Τώρα, προς θεού, δεν θέλω να συγκρίνω γλυπτική και ζωγραφική, ούτε εν γένει κάποια μορφή τέχνης με μια άλλη, αυτό θα ήτανε εντελώς ανόητο, απλώς τυχαίνει να έχω μια ευαισθησία στη γλυπτική … ίσως επειδή μπορείς να την αγγίξεις, και ως γνωστόν η αφή, οι υφές, τα αγγίγματα, οι αισθήσεις που περνούν μέσα από το δέρμα είναι για μένα ιδιαιτέρως σημαντικές. Καλά, ούτε τις αισθήσεις θα συγκρίνω μεταξύ τους… προς θεού και πάλι…

(Ιντερμέδιο) Έχει ξημερώσει πια στο Μπουένος Άιρες, όχι πως έχει βγει και κανένας ήλιος, η μέρα είναι μουντή και σκοτεινή, λίγο καλύτερη από τη χτεσινή που έβρεχε ακατάπαυστα, από το παράθυρό μου βλέπω μόνο τη φρικτή πίσω όψη μιας απέναντι πολυκατοικίας. Αν σηκωθώ και πάω ως την μπαλκονόπορτα βλέπω κάτι ελάχιστα συμπαθέστερο, τις αδιάφορες προσόψεις των γύρω πολυκατοικιών. (Σιγά σιγά, κάτι καλύτερο γίνεται με τη μέρα, βγαίνει ήλιος.)

(Μετα-) Υπάρχουν κάποιες εικόνες, τόσο στη φύση όσο και στην επικράτεια του ανθρώπινου πολιτισμού που είναι έτσι φτιαγμένες σαν να περιμένουν να τις βγάλεις φωτογραφία. Λες και τις έχεις βάλει ήδη στην κορνίζα. Όμως δεν είναι και πολλές αυτές, σ’ όλη την υπόλοιπη φύση καθώς και στα λοιπά δημιουργήματα του πολιτισμού, το κάδρο πρέπει να το βρεις εσύ. Επιπλέον ντρέπομαι αφόρητα να κυκλοφορώ με τη φωτογραφική μηχανή και να τραβάω φωτογραφίες. Αποτέλεσμα, είναι προφανές πως εντελώς τζάμπα την αγόρασα την ψηφιακή, η οποία μεταφέρεται ανά το Μπουένος Άιρες μέσα στην τσάντα μου, σπανίως εξέρχεται αυτής και ακόμη σπανιότερα επιτελεί το ρόλο για τον οποίο προορίστηκε. Μαραίνονται τα μεγαπίξελ της…


Επειδή είμαι πτώμα από το ξενύχτι, το ποστ θα συνεχιστεί αργότερα μέσα στην ημέρα, έχω να σας πω κι άλλα… Αφού ούτε τον τίτλο δεν έχω εξηγήσει ακόμη...
posted by Rayuela at 9:31 π.μ. 0 comments

22.6.06




Το ξέρω πως υπόσχομαι και δεν τηρώ τις υποσχέσεις μου, αλλά ας όψεται η μετάφραση και ο παλιοχαρακτήρας μου γενικώς, και η μεγάλη επιρρέπειά μου προς τα διάφορα divertissements ειδικότερα. Έχω περάσει τις τελευταίες μέρες κυρίως δουλεύοντας και με σύντομες εξόδους, αλλά έχω σαχλαμαρίσει άπειρες ώρες στον υπολογιστή βολτάροντας στο Ίντερνετ, παίζοντας πασιέντζες, χτες μου σφυρίξανε και κάτι γι' αυτό το πράγμα, πώς να το πω, αυτό το παιχνίδι τέλος πάντων που λέγεται second life, κι εκει που δεν μας φτάνει ο χρόνος να ζήσουμε την πρώτη ζωή, εγώ βρέθηκα βραδιάτικα να προσπαθώ να ντυθώ και να χτενιστώ στη δεύτερη. Απίστευτη κατάσταση! Και το λέει μια γυναίκα που συνήθως ετοιμάζεται στο τέταρτο, εκτός κι αν επίκειται κανένα πολύ ιδιαίτερο και πολλά υποσχόμενο ραντεβού, οπότε το πολύ πολύ να της χρειαστεί κανένα μισάωρο να δοκιμάσει τα μισά ρούχα της ντουλάπας της. Στη δεύτερη ζωή όμως, ντύσιμο-γδύσιμο με το ποντίκι, το τρως το δίωρο χωρίς να το καταλάβεις.... Τέλος πάντων, ωραία ιδέα είναι η δεύτερη ζωή, αλλά όχι για την ηλικία μας...


Κι έτσι θα επανέλθω στις υποσχέσεις μου, και στους τρεις μυστακοφόρους φιλοσόφους, οι οποίοι είναι καθηγητές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και τους μάζεψε μια σκηνοθέτις που δουλεύει με την τεχνική του βιοδράματος και κάνανε μια παράσταση πολύ αστεία και πολύ ενδιαφέρουσα. Όπου τα θέματα της συζήτησης απλώθηκαν από το πλατωνικό σπήλαιο των ιδεών (σε μια σπαρταριστή αναπαράσταση), το παράδοξο της Ζήνωνα (το περίφημο "η κίνηση δεν υπάρχει", που εμείς μετά στο φαγητό το συνδυάσαμε με το λακανικό "η γυναίκα δεν υπάρχει") μέχρι τον Καντ, τον Βίτγκενστάιν, την ανάλυση μυστάκων σε φωτογραφίες φιλοσόφων και την αφήγηση προσωπικών ιστοριών. Η Vivi Tellas, η σκηνοθέτις, δουλεύει αρκετά συχνά με ερασιτέχνες, οι φίλοι μου μου είπαν πως έχει κάνει μια πολύ ωραία παράσταση με τη μαμά της και τη θεία της (με αφορμή το γεγονός ότι η τελευταία ερωτεύτηκε στα γεράματα), με ένα συγγραφέα-κινηματογραφιστή και τον επί τεσσαρακονταετία γιατρό του (οι οποίοι αρχίζουν την κουβέντα με αφορμή μια ταινία με τη Μόνικα Βίττι που παρακολουθούν σε μια τηλεόραση, κανείς δεν θυμόταν ποια ήταν η ταινία). Γελάσαμε πολύ, συγκινηθήκαμε λίγο, οι τρεις φιλόσοφοι φαίνονταν να το διασκεδάζουν αφάνταστα. Και την παράσταση ακολούθησε ελληνικό φιλοσοφικό συμπόσιο, με λουκούμια, ελιές, μελιτζανοσαλάτα, κάτι που έμοιαζε με φέτα αλλά δεν τόλμησα να το δοκιμάσω, σαρδέλες και κρασί. Όπως μας εξήγησαν κατά τη διάρκεια του συμποσίου, είναι φίλοι είκοσι χρόνια τώρα, και δούλεψαν κάμποσους μήνες γι' αυτή την παράσταση, στην αρχή συναντιούνταν επί επτά μήνες δύο φορές την εβδομάδα και κουβέντιαζαν και η Tellas συγκέντρωνε υλικό. Ο ένας μάλιστα μας διηγήθηκε το εξής περιστατικό: στην παράσταση λέει μια μικρή ιστορία, η οποία ξεκινάει με τη φράση "οι παππούδες μου, από τη μεριά της μητέρας μου, γεννήθηκαν στην Ουρουγουάη", κάποια στιγμή λοιπόν στις πρόβες αντί να πει "από την πλευρά της μητέρας μου" είπε "από την πλευρά της μαμάς μου" και δεν κατάφερε να συνεχίσει γιατί έβαλε τα κλάματα.
Στο θέατρο πήγα με τη γνωστή εξάδα, Αρτούρο, Πίλια, Χερμάν Γκαρσία και σύζυγοι, και μετά πήγαμε για φαγητό σ' ένα πολύ χαριτωμένο εστιατόριο εκεί κοντά, στη συνοικία του Αλμάγρο όλα αυτά, όπου ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, ο Πιερίνο, παρενέβαινε αποφασιστικά στις επιλογές των πελατών του. Ερχόταν και σου έλεγε, ας πούμε, μη φας τα ραβιόλια με τη σάλτσα τάδε, καλύτερα για σένα είναι τα φετουτσίνι με τη σάλτσα δείνα ή έστελνε στο τραπέζι με το σερβιτόρο ένα κρασί, άλλο από αυτό που είχαμε παραγγείλει, και τον έβαζε να μας πει: "ο Πιερίνο σας στέλνει αυτό το κρασί, αν δεν σας αρέσει, δεν το πληρώνετε". Στο τέλος, οι υπόλοιπες γυναίκες ήθελαν γλυκό, εγώ όχι, και ποτέ δεν κατάλαβα πώς έγινε και μετά από τόση κουβέντα για μους σοκολάτα και διάφορους άλλους σοκολατένιους πειρασμούς, στο τραπέζι μας έφτασε επί δύο ένα επιδόρπιο εντελώς άσχετο, με κρέμα και dulce de leche. Μέγα μυστήριο... αν και γευστικότατο μυστήριο, δεν άντεξα, δοκίμασα.



Λοιπόν, ένα από τα πολύ δύσκολα πράγματα για έναν άνθρωπο που είναι σε μια πόλη μόνος του είναι συχνά το να διαλέξει το κατάλληλο μέρος για να φάει. Να μην είναι πολύ τουριστικό, να μην είναι πολύ μαζικό, αυτά όχι επειδή είναι μόνος του, αλλά επειδή αυτός είναι ο χαρακτήρας του. Έπειτα, να μην είναι πολύ κυριλέ, όχι πως αυτό αποκλείεται, αλλά γενικά δεν είναι συνήθως η πρώτη επιλογή μου να δειπνήσω με λευκά τραπεζομάντιλα, υπό το φως των κηρίων, το σερβιτόρο πάνω από το κεφάλι μου και ολομόναχη... Μετά, να μην είναι και πολύ τρέντυ, πολύ μπαρ-ρεστοράν, γιατί κι εκεί περίεργα αισθάνεσαι να τρως μόνη σου. Ε, κάτι τέτοια σε κάνουνε να τριγυρνάς στους δρόμους με τις ώρες, να ρίχνεις κλεφτές ματιές σε εστιατόρια και στο μενού, αν τύχει και υπάρχει έξω από το κατάστημα, αναζητώντας το κατάλληλο, που συνήθως δεν το βρίσκεις γιατί, έτσι που τριγυρνάς, στο τέλος βαριέσαι και μπαίνεις στην πρώτη βλακεία που βρίσκεις μπροστά σου.
Και αφού κάθισα στην πρώτη βλακεία ή σχεδόν βλακεία που βρήκα μπροστά μου, αποφάσισα να φάω μια πίτσα και εκεί έκανα την επομενη ανθρωπολογική παρατήρηση. Ο άνθρωπος που είναι μόνος του στο εστιατόριο δυσκολεύεται τρομερά να φάει την πίτσα του με τα χέρια, κι έτσι υποτάσσεται στο ζυγό του μαχαιροπήρουνου. Υποθέτω ότι το ίδιο ισχύει και για τα παϊδάκια ας πούμε, αν και νομίζω πως απλώς θα τα απέφευγα σε αντίστοιχη περίπτωση. Τα παϊδάκια εξάλλου είναι προορισμένα για πιατέλες του κιλού και για μοίρασμα με παρέα.
Αυτά περί μοναχικών εξόδων για φαγητό. Μη με λυπάστε όμως, συνήθως τρώω πολύ καλά. Και σήμερα θα με βγάλουν έξω δύο νεαροί εκδότες, δυο αδέλφια που μοιάζουν εντυπωσιακά και έχουν ακριβώς την ίδια φωνή, εγώ ξέρω μόνο τον έναν, αλλά το πρωί που μίλησα με τον άλλον ήταν ακριβώς το ίδιο... η ίδια αίσθηση οικειότητας. Σκέφτομαι πως είναι σαν δίδυμοι που ο ένας καθυστέρησε κάνα δυο χρόνια να κάνει την εμφάνισή του, για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι διαφορά ηλικίας έχουν. Α, και επειδή θα με ρωτήσετε αφού ξέρεις μόνο τον έναν, πώς γίνεται να ξέρεις ότι μοιάζουν, σωστή η απορία σας... Τον άλλον λοιπόν τον είδα σε μια φωτογραφία στο σάιτ τους, γιατί είχε προταθεί για το βραβείο του Βρετανικού Συμβουλίου Young Publisher of the Year.
Όμως για να μη στήσω τους αδελφούς Οκτάβιο και Λεοπόλδο Κούλες, θα σας αφήσω εδώ και θα συνεχίσω το συντομότερο... βλέπετε αποφεύγω να υποσχεθώ.

ΥΓ. Χτες πάντως ονειρευόμουνα σαφώς στα ισπανικά, και γραπτώς, εννοώ αυτή την κατηγορία ονείρων που δεν βλέπεις την ιστορία σε εικόνες, αλλά το γραπτό κείμενο κατευθείαν. Ιδού λοιπόν ποιο θα είναι το μέλλον μου, θα εγκατασταθώ εδώ, σε έξι ως δέκα χρόνια θα γράφω πλέον στα ισπανικά, και θα γίνω ένα είδος Μπέκετ ή Ναμπόκοφ της Αργεντινής. Ορίστε τώρα, θέλω να βάλω και καμιά φωτογραφία, να μη βαριέστε να διαβάζετε το σεντόνι, πολιτισμός της εικόνας σου λέει ο άλλος, τι να κάνω κι εγώ, υποτάσσομαι... μόνο που δεν ξέρω τι. Τέλος πάντων, Νίτσε για τους φιλοσόφους και ολίγη από Μπουένος Άιρες... φιλιά

posted by Rayuela at 8:29 μ.μ. 3 comments

19.6.06


Ζούμε μέσα στο Ίντερνετ... Ξυπνάω το πρωί και ανοίγω τον υπολογιστή, βλέπω την αλληλογραφία μου, ρίχνω μια ματιά στις ελληνικές εφημερίδες, μετά στις αργεντίνικες. Βάζω στο γκουγκλ τα ονόματα των συγγραφέων που γνωρίζω, διάβάζω κριτικές βιβλίων που ακόμη δεν έχω προλάβει να διαβάσω. Μπαίνω στα σάιτ των μουσείων που πρόκειται να επισκεφθώ, σ' ένα σάιτ για το αργεντίνικο θέατρο, διαβάζω υποθέσεις έργων, βιογραφικά συγγραφέων και σκηνοθετών. Διαβάζω πότε πότε ελληνικά μπλογκ, μιλάω στο ΜΣΝ, κυρίως με τη μαμά μου, με τον Θεόφιλο και τον Παναγιώτη. Ψάχνω εστιατόρια και μπαρ. Λύνω απορίες που προκύπτουν από τη μετάφρασή μου...
Ζούμε στους δρόμους... Περπατάω στους δρόμους της πόλης με τις ώρες, παρατηρώ πρόσωπα, κτίρια, βιτρίνες. Τα πρόσωπα μοιάζουν πολύ με τα πρόσωπα που συναντάμε καθημερινά στην Αθήνα, πολύ συχνά νομίζω πως βλέπω κάποιον γνωστό, αναρωτιέμαι για μια στιγμή τι δουλειά μπορεί να έχει εδώ, όμως απλώς κάποιος του μοιάζει... Αρχίζω να μπαίνω στα λεωφορεία, στην αρχή με είχαν τρομάξει. Χτες λοιπόν, στο λεωφορείο ήταν ένα κορίτσι που μιλούσε δυνατά στους φίλους της, έλεγε διάφορα οικογενειακά, για τους χωρισμένους γονείς της, ότι έχει πέντε χρόνια να δει τον πατέρα της, για τα παιδιά των γονιών της από τον δεύτερο γάμο τους, για τη σχέση με τη μάνα της. Μιλάει πολύ δυνατά και συνέχεια βρίζει. Δίπλα μου κάθεται μια ηλικιωμένη κυρία που ξαφνικά στρέφεται προς το μέρος μου και αρχίζει να μου κάνει μια κανονική ψυχαναλυτική ερμηνεία, για την έλλειψη του πατέρα που κανονικά επεμβαίνει ως Νόμος στη σχέση της μητέρας με την κόρη, για το πώς το κορίτσι έχει γίνει ένα εξάρτημα της μητέρας, για το πώς αυτό την οδηγεί να μιλάει έτσι δυνατά, επειδή προσπαθεί να δημιουργήσει ένα δικό της χώρο μέσα στον κόσμο. Μόνο που η κυρία είναι τρελή, μιλάει ασταμάτητα και συνεχίζει την ανάλυσή της που από κάποια στιγμή και μετά δεν μπορώ να την παρακολουθήσω, συνεχίζει να μου μιλάει ακόμα κι όταν σηκώνεται για να κατέβει και όση ώρα περιμένει όρθια μπροστά στην πόρτα.
Χτες πάλι, ενώ έπινα ποτό σε ένα μπαρ, πέρασε από τα τραπέζια ένας τύπος που πουλούσε διάφορα μεταλλικά αντικείμενα, γρίφους ή σπαζοκεφαλιές, δεν ξέρω πώς να τα πω, αποτελούνταν από δυο κομμάτια που έπρεπε να τα ξεμπλέξεις. Όταν του είπα ότι είμαι ελληνίδα, άρχισε να μου λέει διάφορα για την Ελλάδα, είχε πάει κάποτε, και όταν του είπα ότι είμαι μεταφράστρια άρχισε να μου απαγγέλλει ποιήματα. Του Λεοπόλδο Λουγόνες και κάποιου άλλου που δεν θυμάμαι. Αγόρασα ένα από τα πράγματα που πουλούσε, δεν κατάφερα όμως να ξεχωρίσω τα δύο κομμάτια, μου έδειξε εκείνος.
Η φίλη μου η Μπιάνκα μου στέλνει ένα μέιλ που με ρωτάει πώς είναι το Μπουένος Άιρες σαν πόλη. Θα προσπαθήσω να της δώσω μια εικόνα. Λοιπόν, το Μπουένος Άιρες είναι μια όμορφη πόλη, το κέντρο της τουλάχιστον, οι συνοικίες στις οποίες έχω κινηθεί μέχρι τώρα, γιατί είναι τεράστιο και στα περίχωρά του πρέπει να βρίσκονται συνοικίες βυθισμένες στη φτώχεια, στη μιζέρια, στην ασχήμια. Κάποιος μου έλεγε προχτές πως υπάρχει ένα τρένο, που λέγεται το αόρατο τρένο ή το τρένο-φάντασμα και με αυτό κατεβαίνουν στο κέντρο κάθε βράδυ οι καρτονέρος. Οι καρτονέρος είναι άνθρωποι που κάθε βράδυ, λίγο πριν περάσουν τα σκουπιδιάρικα, ψάχνουν τα σκουπίδια της πόλης και μαζεύουν πράγματα που μπορούν να ανακυκλωθούν ή να πουληθούν. Κυρίως χαρτόνι, εξου και καρτονέρος. Όταν το πρωτοβλέπεις είναι σοκαριστικό, όσο κι αν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είναι κι αυτό μια δουλειά, όσο κι αν προσπαθείς να θυμηθείς πως στην Ελλάδα έχεις δει ζητιάνο να βγάζει από τα σκουπίδια ένα μισοφαγωμένο σαντουιτς και να το τρώει. Υπάρχει ένας εκδοτικός οίκος που φτιάχνει μικρά βιβλιαράκια από χαρτόνι που μαζεύουν οι καρτονέρος. Λέγεται Eloisa Cartonera και πολλοί γνωστοί συγγραφείς έχουν δώσει διηγήματα ή ποιήματά τους χωρίς δικαιώματα εννοείται. Τα βιβλιαράκια είναι πανέμορφα και το σάιτ τους (ζούμε στο ίντερνετ, το είπαμε) είναι το http://www.eloisacartonera.com.ar/eloisa/home.html
Το Μπουένος Άιρες λοιπόν είναι όμορφο, η συνοικία που ξεκινά σχεδόν από το σημείο που βρίσκεται το σπίτι μου, η Ρεκολέτα, μοιάζει σαν ένα κομμάτι από Παρίσι, υπέροχα κτίρια, πολυτελή μαγαζιά. Το Παλέρμο, η γειτονιά όπου τριγυρνούσα χτες μετά από ένα ραντεβού με μια συγγραφέα που ήθελε να μου δώσει το βιβλίο της, είναι μια γειτονιά νέων, πολύ όμορφη, με έναν τρόπο λιγότερο στημένο, εδώ μένουν πολλοί καλλιτέχνες, έχουν τα μαγαζιά τους νεαροί σχεδιαστές, άλλο στυλ, πιο μοντέρνο, πιο αντισυμβατικό. Τα Σάββατα στην πλατεία Σερράνο έχει ένα παζάρι με ρούχα, πολλά μεταχειρισμένα, κοσμήματα, μικροπράγματα, είναι γεμάτο εστιατόρια και μπαρ.
Το Μπουένος Άιρες λοιπόν θυμίζει λίγο Παρίσι, γενικά είναι μια πόλη αρκετά ευρωπαϊκή, αλλά έχει κάτι πιο χύμα, πιο λατίνο, οι ρυθμοί είναι πιο αργοί, οι άνθρωποι πιο χαλαροί, πολύ ευγενείς, πολύ ανοιχτοί. Ο Θανάσης, ένας Έλληνας που μένει εδώ έξι χρόνια και δουλεύει στο ελληνικό νηπιαγωγείο, μου έλεγε πως δεν αντέχει το πόσο αργοί είναι, πως τον πιάνουν τα νεύρα του στην ουρά του σούπερ-μάρκετ. Πράγματι, στην αρχή αισθάνεται κανείς λίγο άβολα, έχει την αίσθηση ότι η ταμίας έχει πιάσει την κουβέντα με την πελάτισσα και δεν θα τελειώσουν ποτέ. Εγώ το έχω πια συνηθίσει, άλλωστε εμένα μου αρέσουν αυτοί οι χαλαροί ρυθμοί, δεν είμαι τόσο ανυπόμονη.
Αυτές τις μέρες οι Αργεντίνοι είναι όλοι τρελαμένοι με το Μουντιάλ, όλοι, χωρίς εξαίρεση. Από τους ταξιτζήδες μέχρι τους διανοούμενους. Μόνο χτες είδα ένα μαγαζί στο Παλέρμο, όπου ήταν κολλημένη μια αφίσα που έλεγε "εμάς δεν μας ενδιαφέρει το Μουντιάλ γι' αυτό κάνουμε 20% έκπτωση τις μέρες που παίζει η Αργεντινή". Την προηγούμενη Παρασκευή, με τη νίκη εναντίον της Σέρβίας εδώ έγινε πάρτυ. Το υπουργείο Παιδείας έχει δώσει άδεια στα σχολεία, όταν παίζει η εθνική να βλέπουν το ματς, κι έτσι το μάθημα σταματάει και όλοι βλέπουν ποδόσφαιρο. Μετά τους αγώνες, όσο κερδίζουν τουλάχιστον, μαζεύονται γύρω από τον οβελίσκο και πανηγυρίζουν.
Αυτά προς το παρόν, ελπίζω να έδωσα στην Μπιάνκα μια εικόνα για το πώς είναι η πόλη. Αύριο το πρωί θα σας πω για την παράσταση που είδα απόψε, Τρεις φιλόσοφοι με μουστάκι.
ΥΓ. Τις πρώτες μέρες θυμόμουν πολύ έντονα ότι ονειρευόμουν στα ισπανικά, τώρα πια δεν μου είναι καθόλου σαφές σε ποια γλώσσα ονειρεύομαι. Χτες βράδυ ονειρευόμουν τη μικρή Ροδάμη.
posted by Rayuela at 1:34 π.μ. 8 comments

15.6.06

Σφηνάκια

Κυριακή 11/06: Μια νύχτα με σαμπάνια ή πώς μπορείτε να αποσβολώσετε τρεις Αργεντίνους συγγραφείς απαντώντας στην απλή ερώτηση αν είστε από την Αθήνα. Είχα βγει λοιπόν για φαγητό με τον φίλο μου τον Αρτούρο και την Τσικίτα, τον Πίλια και τη γυναίκα του και έναν άλλον συγγραφέα και ψυχαναλυτή, ονόματι Χερμάν Γκαρσία, και τη γυναίκα του επίσης. Ήδη οι ελληνικές μεταφράσεις του που χάρισα στον Πίλια πρόσθεσαν μια νότα εξωτισμού στη βραδιά αφού όλοι χάζευαν τα βιβλία και με ρωτούσαν τι γράφει εδώ και τι γράφει εκεί. Και μετά ήρθε η ερώτηση "Είσαι από την Αθήνα;", μυθική ήδη στα μάτια τους, κι εκεί εσύ απαντάς χαριτωμένα: "Yo, vivo en Atenas, pero nací en Tebas". Και μετά τι να πουν οι καημένοι που τα χωριά τους έχουν απαθανατιστεί στην καλύτερη των περιπτώσεων στα διηγήματα του Μπόρχες, ενώ η Θήβα ακούγεται σαν κάτι μυθικό, το υποσυνείδητο της κλασικής Αθήνας, εκεί που εκτυλίσσονται οι μισές τραγωδίες σχεδόν, μια πόλη που δεν φαντάζεσαι ότι υπάρχει στο σύγχρονο κόσμο. Μετά χρειάστηκαν δέκα μπουκάλια σαμπάνια για να "συνέλθουν" οι Αργεντίνοι από το θάμβος και να καταλήξουμε όλοι μισομεθυσμένοι. Πάντως η βραδιά ήταν πάρα πολύ όμορφη, οι συζητήσεις πολύ ενδιαφέρουσες, και όταν πια φύγαμε αποφάσισα να μη γυρίσω σπίτι μου, αλλά να πιω ένα ποτάκι σε κοντινό μπαρ. Κι εκεί που έπινα μοναχή, πήρε φωτιά μια νοτιοαφρικανή, την οποία εγώ έσωσα από τις φλόγες (για την ακρίβεια, πήρανε φωτιά τα μαλλιά της γιατί πλησίασε ένα κηροπήγιο, αλλά δεν το είχε πάρει χαμπάρι και καιγότανε, οπότε εγώ έσβησα τη φωτιά) κι έτσι έπιασα κουβέντα με μια παρέα νοτιοαφρικανών, τρεις λευκοί άνδρες, μια λευκή γυναίκα, η καιομένη δηλαδή, κι ένας μαύρος άνδρας, που ήταν κάτι σαν λογιστές ή διαφημιστές, και ήθελαν να τους ξεναγήσω στο Μπουένος Άιρες και να τους μάθω τάνγκο. Θου κύριε...

Δευτέρα, 12/06: Τίποτα τρομερά ενδιαφέρον, κατά βάση πονοκέφαλος από τη σαμπάνια. Γεύμα και δείπνο με τη Σύλβια, το μεσημέρι και με μια κοπέλα που δούλευε στην "Εβδομάδα", το βράδυ οι δυο μας σε ένα πολύ όμορφο εστιατόριο, ονόματι Αναστάσια. Ομνύω στο αργεντίνικο κρέας, όταν γυρίσω φοβάμαι πως θα γίνω χορτοφάγος...

Τρίτη, 13/06: Πολύ κακή διάθεση, όλη μέρα σέρνομαι στο σπίτι και ούτε καν να δουλέψω δεν μπορώ. Κάτι καταφέρνω προς το βράδυ. Την επομένη θα σβήσω από τον υπολογιστή τις πασιέντζες, κάπως πρέπει να γλιτώσει κανείς απ' αυτό το βίτσιο.

Τετάρτη, 14/06: Δουλειά στο σπίτι, το απόγευμα καφές με τον Χόρχε Φοντεμπρίδερ, αργεντίνο μεταφραστή, αρκετά περίεργο τύπο, απ' αυτούς που τα χώνουνε με το που τους γνωρίζεις, είχε το θράσος ή την αγένεια να μου βρίσει τον Αρτούρο, λέγοντάς μου ότι απεχθάνεται τον Αρτούρο Καρρέρα και ό,τι εκπροσωπεί ο Αρτούρο Καρρέρα, αφού εγώ του είχα πει ότι είναι φίλος μου. Και να μου πει πόσο βαρετός είναι ο Πϊλια και άλλα τέτοια. Τέλος πάντων, ενίοτε κάτι τέτοιοι τύποι σου δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Και το βράδυ, δείπνο σε μια τρατορία-μπαρ στο διπλανό τετράγωνο, και μετά ποτό σε ένα μπαρ, στο οποίο έχω γίνει πια θαμώνας. Παρεμπιπτόντως, είμαι τρομερά τυχερή με το σπίτι, βρίσκεται κοντά στα πάντα, σε πολύ ωραία περιοχή, ακόμα και η τράπεζα που χρειάζομαι είναι στη διπλανή γωνία. Κατά τα άλλα το μόνο που έχω να σχολιάσω είναι το απίστευτο καμάκι που κάνουν οι άντρες εδώ. Στην τρατορία, όπου έφαγα βιαστικά ένα πιάτο φετουτσίνι, μου χάρισαν λουλούδια και ένας τύπος προσπάθησε να μου πιάσει την κουβέντα τη στιγμή που έφευγα. Στο δε μπαρ, τα ίδια και χειρότερα. Δεν πρόλαβα να ανέβω τη σκάλα και άρχισε το πέσιμο. Γνώρισα μια θεότρελη τύπισσα που με κάλεσε το Σάββατο σε ένα κορεάτικο πάρτυ, και είπα ότι θα πάω, και έναν φίλο της που όλο το βράδυ έλεγε τι περίεργο πρόσωπο που έχω και πόσο πολύ του αρέσω. Αυτά όμως.

ΥΓ. Επιτέλους κάποιοι σχολιάζουν αυτά που γράφω... Έστω κι αν με θεωρούν double της Αμάντας! είπα... να μου φέρετε το δικηγόρο μου... Όσο για σένα, Estrella, ξαναγράψε μου... πες μου περισσότερα για την παραμονή σου εδώ... Α, τελειώσανε πλέον τα Καρέλια μου, και μετά από λίγες δοκιμές, αποφάσισα να καπνίζω Gitanes blondes.
posted by Rayuela at 1:45 π.μ. 2 comments

11.6.06

Ενδεκάδα συγγραφέων

Ο Χαβιέρ Μαρίας φτιάχνει τη δική του ομάδα με συγγραφείς του 20ού αιώνα. Σας τη μεταφέρω.
Στο τέρμα εναλλάξ ο Ναμπόκοφ και ο Καμύ. Αμυντικοί: Χένρυ Τζέιμς, Ντάσιελ Χάμμετ και Μάλκολμ Λόουρυ (ισχυρίζεται ότι ως πότης, δεν θα αφήνει να περνάει τίποτα). Αριστερό χαφ: Βάγιε-Ινκλάν. Κέντρο: Τόμας Μαν, Μαρσέλ Προυστ, Τζέιμς Τζόυς, όλοι με μεγάλες αντοχές. Επιθεση: Κόνραντ, γιατί σε λίγα μέτρα μπορεί να δημιουργήσει μεγάλο πανικό, Μπέρνχαρντ, επειδή ήταν πολύ επιθετικός, και Λαμπεντούζα, για τη δημιουργικοτητα και την κομψότητά του. Στον πάγκο: για το κέντρο ο Κόναν Ντόυλ, για την άμυνα ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, για την επίθεση ο Γέιτς. Στείλτε και καμιά δική σας εναλλακτική στα σχόλια. Γενικά, κάντε και κανένα σχόλιο...
posted by Rayuela at 5:50 μ.μ. 2 comments

Υστερόγραφα ή ο Πιερ Μεννάρ στη Ζάκυθος
Πρέπει να αποκτήσω οπωσδήποτε ένα θερμός, δεν είναι δυνατόν να πηγαινοέρχομαι κάθε πέντε λεπτά στην κουζίνα για να γεμίζω το μάτε ζεστό νερό. Αν και έτσι γίνεται πιο αδυνατιστικό!
Και μια ερώτηση: Διαβάζω τα περί "Γυναίκας της Ζάκυθος" στα προχτεσινά Νέα. Απ' ό,τι θυμάμαι, το κείμενο διαβάζεται μια χαρά και στο πρωτότυπο. Δηλαδή τι ακριβώς σημαίνει εν προκειμένω η μετάφραση της φράσης:
"Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου, εταραχτήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη Γυναίκα της Ζάκυθος που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ώς το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό"
στη φράση
"Κοιτάζοντας καλύτερα τη μορφή στο μαξιλάρι, ταράχτηκε η ψυχή μου· επειδή από μια κίνηση που έκανε με το στόμα αναγνώρισα τη Γυναίκα της Ζάκυθος που κοιμόταν σκεπασμένη με το βρόμικο σεντόνι ως το λαιμό, σακατεμένη ολόκληρη από τη φθίση";
Δηλαδή τα σωθικά πρέπει να γίνουνε ψυχή (όχι, όχι, δεν πρέπει!), το σεντόνι βρώμικο, και δεν αρκούσε το πολύ πολύ μια σημείωση ότι το τηχτικό είναι η φθίση; Άσε που τα νέα παιδιά ούτε τι είναι η φθίση ξέρουνε, οπότε...
Ό,τι διαβάζω σήμερα για τον Πιερ Μεννάρ στο αφιέρωμα της εφημερίδας Κλαρίν για τα 20 χρόνια από το θάνατο του Μπόρχες. Και γιατί δεν μεταφράζει και το "Η γυναίκα της Ζάκυθος" σε "Η γυναίκα από τη Ζάκυνθο (ή της Ζακύνθου)";
Αλλά κάτι άλλο, αν όλες αυτές οι μεταγραφές είναι τόσο σημαντικές, γιατί δεν δοκιμάζουνε την τύχη τους στα βιβλιοπωλεία, αλλά προσφέρονται δωρεάν από εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας;
Και μια τελευταία ερώτηση: η έκδοση είναι δίγλωσση;!
posted by Rayuela at 1:13 μ.μ. 0 comments


Καλημέρα!
Ο φίλος μου ο Γιάννης μόλις μου έστειλε μέιλ στο οποίο με καλεί σε ποστ-δίαιτα, γιατί καλοκαίρι είναι, λέει, και θα βαριέστε να διαβάζετε τα νέα μου. Έτσι λοιπόν; Έφτιαξα κι εγώ το μάτε μου και ορίστε θα προσπαθήσω να είμαι σύντομη.
Χτες είδα τον πρώτο αγώνα της Αργεντινής στο Μουντιάλ, παρέα με τη Σύλβια, τη γερμανίδα από την Εβδομάδα των εκδοτών, τη μόνη που έχει μείνει ακόμη εδώ, και την Ιρένε. Σύντομη παρένθεση περί Ιρένε (πολύ σύντομη): τη γνώρισα στην Αρλ πριν από οκτώ χρόνια, είναι Αργεντίνα, εβραϊκής καταγωγής, καμιά εβδομηνταριά χρονών πλέον, ψυχαναλύτρια, λακανική, και μεταφράστρια. Γενικά μας συμβαίνουν απ' την αρχή παράξενα πράγματα. Ας πούμε στην Αρλ της έλεγα πόσο θέλω να διαβάσω Αρλτ και μου είπε ότι οι Εφτά τρελοί ήταν ένα από τα βιβλία που είχε φέρει μαζί της στο ταξίδι, το ξαναδιάβαζε, και μου χάρισε το βιβλιαράκι, που φυσικά το έχω ακόμα. Όταν ήρθα εδώ, αναρωτιόμουν αν θα την έβρισκα, εν τω μεταξύ είχαμε χαθεί εντελώς, μου είχε πει κιόλας πως θέλει να μεταναστεύσει στην Ισπανία. Ρωτάω λοιπόν την Γκαμπριέλα, που ήταν υπεύθυνη του προγράμματος, αν ξέρει κάποια Ιρένε Αγκόφ, και μου απαντά πως μόλις είχε λάβει μέιλ της όπου ζητούσε να έρθει σε επαφή μαζί μου. Όπως μου εξήγησε στη συνέχεια, εντελώς απροσδόκητα το ίδρυμα TyPA της είχε στείλε ενημερωτικό μέιλ για την Εβδομάδα των εκδοτών, εντελώς κουφά την ώρα που ήταν έτοιμη να το σβήσει αποφάσισε να διαβάσει τα ονόματα των συμμετεχόντων, ε, κι έτσι συναντηθήκαμε. Είναι πολύ γλυκιά και πολύ σεμνή, και ταυτοχρόνως πολύ σοβαρή και πολύ αυστηρή στις κρίσεις της. Α, και ξέρει τα πάντα για το ποδόσφαιρο.
Κατά τη διάρκεια του ματς κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία της, μας εξηγούσε τα πάντα, ήξερε λεπτομέρειες για προπονητή και ποδοσφαιριστές και πανηγύριζε έξαλλα. Ενώ πριν και μετά γυρνούσε την κουβέντα στον Πιερ Μεννάρ του Μπόρχες, αναρωτιόταν αν μπορεί να λέγεται διανοούμενος κάποιος που δεν καταλαβαίνει τη διαφορά ανάμεσα σε ένα γραπτό κείμενο και σκόρπιες σημειώσεις για μια ομιλία, και ρωτούσε τη Σύλβια για το νόημα κάποιων λέξεων από ένα κείμενο του Χάιντεγκερ.
Στο μαγαζί που είδαμε το παιχνίδι υπήρχαν έξι τηλεοράσεις και μια γιγαντοοθόνη, μια ολόκληρη κερκίδα από καμιά τριανταριά κορίτσια (μη φαντασιώνετε οι άντρες, οι περισσότερες ήταν θεόχοντρες) ντυμένα με φανέλες της εθνικής, καπελάκια, γαλανόλευκα κουνελίσια αυτάκια που πανηγύριζαν εν εξάλλω, γενικά ο κόσμος είδε το πρώτο παιχνίδι λες και έβλεπε τον τελικό, μετά βγήκανε και στους δρόμους, κορνάρανε και πανηγυρίζανε.
Άντε και εδώ κάπου θα σταματήσω αλλά πρώτα θα σας προσφέρω δύο μεζεδάκια.
Εδώ έχει μια έκθεση αφιερωμένη στον Μανουέλ Πούιγκ, σημαντικό αργεντίνο συγγραφέα, από τον οποίο το μόνο που θα γνωρίζετε κατά πάσα πιθανότητα είναι το Φιλί της γυναίκας-αράχνης. Έχει λοιπόν μια σειρά από φωτογραφίες σταρ του Χόλλυγουντ (ήταν παθιασμένος με το σινεμά και τις παλιές χολλυγουντιανές ταινίες) και τις ταυτίζει με γνωστούς λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Οπότε σας δίνω δύο ζεύγη για σήμερα:
Ελίζαμπεθ Τέιλορ-Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με το σχόλιο: "ωραία, αλλά έχει κοντά πόδια" και Άβα Γκάρντνερ-Κάρλος Φουέντες με το σχόλιο: "την περιβάλλει η λάμψη, άραγε μπορεί και να παίξει". Άλλοι συνδυασμοί σε επόμενο ποστ.
Συνεχίζω να πίνω μάτε, μετά τη συμβουλή και του Γιάννη περί αδυνατίσματος, αλλά θα σας πω κάτι ακόμη, γράφτηκαν ήδη δύο άρθρα για τα Καμένα λεφτά του Πίλια, που μετέφρασα και βγήκαν λίγο πριν φύγω. Μπορείτε να τα διαβάσετε στα http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14785&m=S08&aa=1 και http://ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=18559&m=P04&aa=1 ή στο σημερινό Βήμα και τα χτεσινά Νέα αντιστοίχως. Και μια πληροφορία, όλος σχεδόν ο επίλογος είναι επινοημένος και φυσικά ποτέ ο Πίλια δεν συνάντησε την πιτσιρίκα γκόμενα του Μερέλες, αν και ταλαιπωρήθηκε με διάφορα δικαστήρια λόγω του συγκεκριμένου βιβλίου. Και κλείνω με δύο φράσεις της Βιρτζίνια Γουλφ που ταιριάζουν πολύ εδώ: "I prefer, where truth is important, to write fiction", "Fiction here is likely to contain more truth than facts".

posted by Rayuela at 12:05 μ.μ. 2 comments

10.6.06

Έλεγα σ' αυτό το ποστ να σας διηγηθώ δύο παρουσιάσεις βιβλίου στις οποίες πήγα, σε μία χτες και σε μία σήμερα, αλλά έτσι όπως προέκυψαν τα πράγματα θα ξεπετάξω στα γρήγορα την πρώτη και θα ασχοληθώ κυρίως με τη δεύτερη, που είναι απείρως πιο ενδιαφέρουσα.
Λοιπόν, χτες ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς στο Μπουένος Άιρες, ξεκίνησα να πάω σε μια παρουσίαση μιας ανθολογίας διηγημάτων στην οποία συμπεριλαμβάνονταν 23 αργεντίνες συγγραφείς, κυρίως μεταξύ 30 και 40, σε ένα βιβλιοπωλείο στο Παλέρμο Βιέχο. Βρήκα ταξί με τεράστια δυσκολία, από το δρόμο, και μπήκα έχοντας στο μυαλό μου την ιστορία που πριν από λίγο μου είχε διηγηθεί ο Αρτούρο, πώς ένας ταξιτζής απήγαγε τον Πίλια και αφού του πήρε ότι είχε και δεν είχε πάνω του τον παράτησε κάπου στο πουθενά. Ο δικός μου ήταν βέβαια συμπαθέστατος και φλυαρούσαμε κατά τη διαδρομή για το Μουντιάλ και την Εθνική Αργεντινής, αλλά κάπου στο μυαλό μου υπήρχε και η ιδέα ότι θα με πάει στο πουθενά, θα με ληστέψει και θα με παρατήσει. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη, φτάσαμε στο Παλέρμο Βιέχο, με άφησε έξω από το βιβλιοπωλείο και... Το βιβλιοπωλείο ήταν κουκλίστικο, λίγο φρικιάρικο, με ένα πολύ συμπαθητικό καφενείο μέσα, και πολύ κόσμο για την εκδήλωση, εξάλλου με 23 συγγραφείς, δυο τρεις φίλους να έφερνε η καθεμία, είχε γεμίσει. Εγώ ήξερα την κοπέλα που είχε την ιδέα αυτής της ανθολογίας και είχε κάνει την ανθολόγηση, τη χαιρέτησα, ήταν ντυμένη με ένα κόκκινο φόρεμα, πολύ προκλητικό, με τον τρόπο που είναι προκλητικές ενίοτε οι γυναίκες που δεν έχουν καθόλου στήθος, τεράστιο ντεκολτέ που δεν έδειχνε και τίποτα... Άρχισε η εκδήλωση, μίλησε ένας τύπος για το βιβλίο, τη γυναικεία λογοτεχνία γενικώς, τη γυναικεία λογοτεχνία στην Αργεντινή γενικώς, και τη γυναικεία λογοτεχνία στην Αργεντινή σήμερα, μετά η Φλορένσια, η ανθολόγος, και μετά κάποιες από τις ανθολογούμενες, με βασικό θέμα τι θα πει γυναικεία λογοτεχνία, πώς αντιμετωπίζονται οι γυναίκες συγγραφείς, κλπ. κλπ., με διάφορες απόψεις, από την πολιτική, ακτιβιστική και μάλλον λεσβιακή μέχρι το "εγώ δεν αισθάνομαι γυναίκα συγγραφέας αλλά συγγραφέας, και όταν διαβάζω ένα βιβλίο δεν με ενδιαφέρει αν το έχει γράψει άντρας ή γυναίκα". Το συμπαθητικό ήταν ότι όλοι ή μάλλον όλες μιλούσαν κανονικά, υπήρχε κάτι το φυσικό σε όλη αυτή την κουβέντα, καμία πόζα, καμία από τις μπούρδες που ακούς στην Ελλάδα, που πας σε μια παρουσίαση και νομίζεις πως μόλις ανακάλυψαν τον δεύτερο Κάφκα, Προυστ, Τζόυς, Μπωντλαίρ και τα λοιπά. Αυτά όμως, τίποτα πιο ενδιαφέρον, μετά μας κέρασαν κρασί και πίτσα και επέστρεψα στο σπίτι μου για να δουλέψω λίγο ακόμα πριν να κοιμηθώ.
Τώρα, η σημερινή παρουσίαση. Μας είχε καλέσει ένας φίλος εκδότης, που γνωρίσαμε στην Εβδομάδα Εκδοτών, εμένα και τη Σύλβια, μια γερμανίδα υπεύθυνη ισπανο-πορτογαλικής-ιταλικής λογοτεχνίας από το Μόναχο. Η πρόσκληση έλεγε "μια φίλη κουβανή συγγραφέας παρουσιάζει το βιβλίο της και μετά θα γίνει πάρτυ". Πολύ δελεαστικό λοιπόν και συναντηθήκαμε εκεί με τη Σύλβια στις επτά.
Το βιβλίο έχει έναν τίτλο σχεδόν αμετάφραστο, "La muerte está servida", δεν θα προσπαθήσω να το μεταφράσω, αλλά σας εξηγώ περίπου περί τίνος πρόκειται. Είναι η αυτοβιογραφία ενός τύπου, Ουρουγουανού, που πέρυσι έγινε εκατό χρονών και που διηγήθηκε στην Κλαριμπέλ, την εν λόγω Κουβανή, την ιστορία της ζωής του. Και τι ιστορία, από τις σελίδες του βιβλίου περνούν ο Φελισμπέρτο Ερνάντες, ο Λόρκα, που ερωτεύτηκε τον ήρωά μας, ο Νταλί, ο Πικάμπια, ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Νερούδα, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Ντιέγο Ριβέρα και η Φρίντα Κάλο, ο Κοκτώ, η Ντόροθυ Πάρκερ, ο Χέμινγουέι, ο Μπέρτραν Ράσσελ, το Βερολίνο του 1932, ο Ραμόν Γκόμες ντε λα Σέρνα, άπειρες ερωμένες και διάφορες απίθανες περιπέτειες. Η Κλαριμπέλ λοιπόν... και ας κάνουμε μια παρένθεση εδώ, για να πούμε τη δική της ιστορία... Η Κλαριμπέλ είναι 43 χρονών, Κουβανή, ψηλή και νταρντάνα, που ερωτεύτηκε πριν από κάποια χρόνια στην Αβάνα έναν Αργεντίνο λογιστή ή εφοριακό, δεν είμαι σίγουρη, εδώ νομίζω ότι χρησιμοποιούν την ίδια λέξη και για τα δύο ή εγώ τις μπερδεύω. Μετακόμισε λοιπόν στην Αργεντινή, όπου και μένει μέχρι σήμερα, έκανε δύο πανέμορφα παιδάκια με τον λογιστή/εφοριακό και πορεύεται ως συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο δε λογιστής/εφοριακός είναι εντελώς σαν Κρητικός από τα Σφακιά, ψηλός και χοντρούλης, μαυροπουκαμισάς, μουστακαλής, με το πουκάμισο ανοιχτό μέχρι τη μέση του στήθους, με αρχές φαλάκρας επιμελώς συγκαλυμμένες, και ένας θεός ξέρει ποια είναι ακριβώς η σχέση του μ' αυτήν τη θεόμουρλη Κουβανή. Η Κλαριμπέλ λοιπόν, έχοντας ακούσει για την ύπαρξη αυτού του τύπου, του Φελίξ Πεϋράζο Καρμπαχάλ και πιστεύοντας πως είχε πεθάνει γύρω στα 1950, έγραφε ένα μυθιστόρημα βασισμένο στα όσα ήξερε μέχρι τότε για τη ζωή του, όταν έμαθε ότι ο τύπος ζει κάπου στη Βραζιλία και τα σχέδιά της άλλαξαν εντελώς. Πήγε και τον βρήκε, με ενδιάμεσο τον βραζιλιάνο διευθυντή της βιβλιοθήκης στην πόλη όπου ο Φελίξ ζούσε σε κάποιο γηροκομείο. Πρώτη συνάντηση και διαμείβεται ο εξής διάλογος: λέει η Κλαριμπέλ χαίρομαι πάρα πολύ που μαθαίνω πως είστε ζωντανός, ο Φελίξ της απαντά κι εγώ χαίρομαι πολύ αν και δεν είχα καμία αμφιβολία γι' αυτό. Τέλος πάντων, η Κλαριμπέλ ισχυρίζεται ότι για δύο χρόνια δούλεψε προκειμένου να γράψει αυτό το βιβλίο, μιλώντας με τον Φελίξ και ερευνώντας τις πηγές, παίρνοντας συνεντεύξεις από διάφορους κλπ. Στην παρουσίαση τώρα, μετά από κάμποση ώρα που περιφερόμαστε στο ισπανικό πολιτιστικό κέντρο, χαζεύοντας μια έκθεση με κόμικς και ακούγοντας έναν Γερμανό που παίζει σαξόφωνο, ξεκινά η παρουσίαση. Πρώτος μιλάει ο διευθυντής της βιβλιοθήκης, στην αρχή όταν τον βλέπουμε με τη Σύλβια, λέμε αυτός είναι κάποιος πρέσβης, γιατί είναι ολόιδιος με πρέσβη ή μάλλον με μορφωτικό ακόλουθο, γυαλάκια, ένα ύφος λίγο σπασίκλα, συνεσταλμένος, πολύ καθωσπρέπει, τέλος πάντων είναι ο διευθυντής της τάδε βιβλιοθήκης, μας μιλάει στα πορτογαλικά για τον φίλο του τον Φέλιξ και πώς ήταν, κάτι καταλαβαίνω αν και όχι όλα, και μετά μιλάει ένας άλλος τύπος, εξηντάρης, κλασικός Αργεντίνος μάτσο, παρουσιάζεται ως συγγραφέας, δημοσιογράφος και πολιτικός, λίγο πριν αρχίσει η εκδήλωση μου έλεγε ότι δεν έχει προλάβει να διαβάσει το βιβλίο γιατί του το έδωσαν χτες, στη Σύλβια μιλάει για κάποιους γερμανούς στοχαστές που εκτιμά, και εκείνη μετά μου λέει ότι είναι φασίστας. Το πόρταλ του είναι http://www.jorgeasisdigital.com/v2/ αν σας ενδιαφέρει να έχετε μια εικόνα. Αυτός λοιπόν μας λέει ότι πολύ αμφιβάλλει αν όλα αυτά είναι αληθινά, αν τα έχει ζήσει πράγματι ο Φελίξ τάδε, αν δεν υπερβάλλει ως κλασικός παραμυθάς, ή ακόμα κι αν όλα αυτά δεν τα έχει γεννήσει η φαντασία της Κλαριμπέλ. Κλαριμπέλ και Βραζιλιάνος γελάνε συγκρατημένα. Τέλος πάντων καταλήγει πως δεν έχει καμία σημασία αν είναι αληθινά ή όχι, και τα γνωστά περί μυθοπλασίας και ζωής. Ομολογώ πως η εκδοχή που εμένα θα μου άρεσε είναι η εξής: προφανώς υπάρχει ο τύπος, ή έστω έχει υπάρξει, μας πληροφόρησαν άλλωστε πως πέθανε λίγο πριν εκδοθεί το βιβλίο, ενδεχομένως έχει ζήσει και μια μάλλον πολυτάραχη ζωή, αλλά κατά τα άλλα το βιβλίο είναι επινόηση της Κλαριμπέλ, που αποφάσισε να φτιάξει έναν ήρωα, που από την οπτική γωνία της Λατινικής Αμερικής και της Ισπανίας θα είχε ζήσει ό,τι σημαντικότερο από τον 20ό αιώνα, κάπως σαν να βρισκόταν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Κι ο Βραζιλιάνος αντί για διευθυντής βιβλιοθήκης είναι ένας πλακατζής φίλος της ή ένας ηθοποιός, που ανέλαβε να παίξει αυτό το ρόλο. Απάντηση δεν έχω, η Κλαριμπέλ μας λέει όταν τη ρωτάμε ότι ο τύπος προφανώς υπήρξε, ότι έχει γράψει ακριβώς ό,τι της διηγήθηκε και ότι μάλλον πολλά από αυτά ήταν υπερβολές και παραμύθια. Λίγο σαν τον παππού μου που μου διηγήθηκε τη Μικρασιατική εκστρατεία, σε πρώτο πρόσωπο, λογικό διότι ήταν εκεί, μόνο που πότε πότε νόμιζε ότι ήτανε ο Μαύρος Καβαλάρης. Η εκδήλωση λοιπόν είχε μεγάλη επιτυχία και μετά ήμασταν καλεσμένοι στο σπίτι της Κλαριμπέλ, όπου γινόταν το πάρτυ.
Κάναμε με τη Σύλβια μια στάση για να φάμε, δεν ξέραμε αν το κάλεσμα θα είχε και φαγητό, και φτάσαμε στο σπίτι της Κ. κατά τις έντεκα, στο ζενίθ του πάρτυ. Δυο Κουβανοί έπαιζαν μουσική, ο ένας κρουστά, ο άλλος κιθάρα και τραγουδούσε, ο δεύτερος μάλιστα πρέπει να είναι αρκετά γνωστός αν και δεν κατάφερα να μάθω το όνομά του, μεγαλούτσικος στην ηλικία, πολύ μπριόζος και με πολύ ωραία φωνή, ο κόσμος χόρευε σάλσα και διάφορα άλλα κουβανέζικα, κι έτσι βρέθηκα στο πρώτο μου πάρτυ στην Αργεντινή.
Και τα δύο σπίτι στα οποία έχω μπει μέχρι τώρα στο Μπουένος Άιρες είναι μικρά, σε σχέση με τις οικογένειες που στεγάζουν, αλλά πολύ όμορφα και πολύ ιδιαίτερα. Το σπίτι της Κλαριμπέλ έχει πολλά έργα τέχνης, κάποια ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, στο πάρτυ βρίσκεται κόσμος κάθε ηλικίας, τέλος πάντων από είκοσι πέντε μέχρι εβδομήντα πέντε θα έλεγα, μια γρια προσπαθει να μου μάθει να χορεύω σάλσα, ο λογιστής/εφοριακός και η Κλαριμπέλ μπορεί και να γιορτάζουν την επέτειο των γάμων τους, χορεύουν οι δυο τους και φιλιούνται με πάθος. Γενικώς πολλοί φιλιούνται, εδώ οι άνθρωποι φιλιούνται με το που γνωρίζονται, όλοι μεταξύ τους, γυναίκες με γυναίκες, γυναίκες με άντρες, άντρες με άντρες, μόνο μία φορά, κι εγώ ακόμη δεν μπορώ να το συνηθίσω, συνήθως μένω μετέωρη περιμένοντας το δεύτερο φιλί, σκέφτομαι διάφορα γενικά για τα φιλιά αυτές τις μέρες, ίσως γι' αυτό να είδα και προχτές στον ύπνο μου, σε ένα ιδιαιτέρως ερωτικό όνειρο που εκτυλισσόταν σε ένα τεράστιο σπίτι με πολλές μπανιέρες τζακούζι, πως κάποια στιγμή έπρεπε να κάνουμε πρόβα φιλιών και να φιληθούμε όλοι μεταξύ μας. Τέλος πάντων, εδώ φιλιούνται με το που συστήνονται, μόνο μία φορά, και φυσικά κάθε φορά που συναντιούνται στη συνέχεια. Α, και για τους ρέκτες του είδους, ο λογιστής/εφοριακός κάποια στιγμή έρχεται δίπλα μου ανοίγει ένα μικρό επιπλάκι που είναι γεμάτο, αλλά κυριολεκτικά γεμάτο, τεράστια κουβανέζικα πούρα και παίρνει ένα για να καπνίσει.
Αυτό ήταν λοιπόν το πρώτο μου πάρτυ στο Μπουένος Άιρες, μετά φύγαμε με τη Σύλβια, η Κλαριμπέλ μου είπε όποτε θέλω να περάσω από το σπίτι, δεν υπάρχει λόγος να μπερδευόμαστε με τηλέφωνα, η αλήθεια είναι πως θα μου άρεσε να την ξαναδώ... Και γύρισα εδώ και σας τα γράφω όλα αυτά...
Και τώρα νομίζω πως ήρθε η ώρα να πέσω για ύπνο γιατί αύριο το πρωί πρέπει να δουλέψω και το απόγευμα θα πάω σε κάποιο καφενείο ή μπαρ να δω τον πρώτο αγώνα της Αργεντινής στο Μουντιάλ. Εδώ τα μαγαζιά βάζουν χαρτάκια στη βιτρίνα ότι θα είναι κλειστά αύριο την ώρα του αγώνα, καφέ, εστιατόρια και μπαρ λένε ότι κλείνουν τραπέζια για το ματς και κάποια έχουν και ελάχιστη κατανάλωση, και υποθέτω ότι αυτό θα είναι το δεύτερο πάρτυ μου στην Αργεντινή. Και τώρα σας αφήνω, γιατί είμαι πτώμα...
posted by Rayuela at 1:52 π.μ. 1 comments

9.6.06


Ξυπνάω το πρωί και ξεκινώ διαβάζοντας τα μέιλ μου και τις ελληνικές εφημερίδες, τρώω πρωινό, σε μια προσπάθεια υιοθέτησης ενός υγιεινού τρόπου ζωής και πίνω μάτε, το εθνικό αργεντίνικο ρόφημα. Στην παραδοσιακή του μορφή, δηλαδή ρίχνεις τα θρυμματισμένα φύλλα στο ειδικό σκεύος που ονομάζεται επίσης μάτε, σιγά σιγά ζεστό νερό, όχι βραστό, και το ρουφάς με τη bombilla. Κανονικά, το μάτε είναι μια διαδικασία μοιράσματος, το πίνεις με τους φίλους σου και μοιράζεσαι μαζί τους την ίδια bombilla. Σηκώνομαι κάθε τρεις και λίγο για να προσθέσω νερό στο μάτε, έτσι συνεχίζει κανείς μέχρι το αφέψημα να χάσει κάθε γεύση. Στο Ίντερνετ διαβάζω πως το μάτε κάνει καλό στην υγεία, αδυνατίζει, τονώνει, δίνει ενέργεια, μειώνει το στρες και τα λοιπά. Αυτό που βρίσκεται τώρα δίπλα μου μάλλον έχει εξαντλήσει τη γεύση του. Θα βάλω όμως λίγο νεράκι ακόμη.
Εδώ έχει κανονικό φθινόπωρο, κίτρινα φύλλα που πέφτουν απ' τα δέντρα, χτες έκανε ζέστη αλλά έβρεχε με το τουλούμι. Κι ενώ προχτές που ήτανε χαρά θεού, εγώ έμεινα μέσα να ταλαιπωρούμαι με το συνέδριο της Κρήτης, χτες αποφάσισα να βγω από νωρίς και έφαγα όλο τον κατακλυσμό στους δρόμους. Ευτυχώς που είχα προνοήσει και στο αεροδρόμιο της Αθήνας πριν να φύγω αγόρασα, για πρώτη φορά στη ζωή μου νομίζω, ομπρέλα.
Το Μπουένος Άιρες έχει νομίζω τα περισσότερα βιβλιοπωλεία από κάθε πόλη του κόσμου, τουλάχιστον από αυτές που εγώ έχω επισκεφθεί. Βιβλιοπωλεία κάθε είδους, κάθε αισθητικής, μεγάλα, μικρά, με βιβλία από δεύτερο χέρι, σύγχρονα μεγαθήρια, εξειδικευμένα, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Επίσης κάποια μένουνε ανοιχτά ακόμη και μετά τα μεσάνυχτα. Οι άνθρωποι εδώ διαβάζουν, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Και διαβάζουν πολύ διηγήματα και δοκίμιο, παρά την παντοδυναμία του μυθιστορήματος που σιγά σιγά κυριαρχεί κι εδώ.
Χτες λοιπόν επισκέφθηκα το πιο ωραίο βιβλιοπωλείο του κόσμου, στην εκδοχή μεγάλο βιβλιοπωλείο τουλάχιστον. Το El Ateneo, που βρίσκεται αρκετά κοντά στο σπίτι μου, στη λεωφόρο Σάντα Φε, ήταν παλιά θέατρο και αργότερα κινηματογράφος και πριν από λίγα χρόνια έγινε βιβλιοπωλείο διατηρώντας όμως κανονικά την αρχιτεκτονική του. Στη σκηνή λοιπόν βρίσκεται το καφενείο όπου χτες έφαγα το μεσημεριανό μου και στην πλατεία, στους εξώστες και στα θεωρεία, βρίσκονται τα βιβλία και τα σιντί και ντιβιντί. Φωτογραφία μάλλον θα δανειστώ από κάποιον άλλον εδώ στο Ίντερνετ, διότι φοβούμαι πως εγώ ως φωτογράφος δεν θα τα καταφέρω να διακριθώ και μάλλον τζάμπα πήρα τη μηχανή. Τέλος πάντων από τις τέσσερις που έβγαλα, μία είναι κάπως ανεκτή, αλλά καλύτερα να δείτε το χώρο σε μια καλύτερη εκδοχή. Μπορείς να μείνεις εκεί μέσα ώρες, άλλωστε υπάρχει αυτή ακριβώς η υποδομή, τραπεζάκια και πολυθρόνες περιμένουν τους αναγνώστες που παίρνουν κάποιο βιβλίο από τα ράφια και μπορούν να το διαβάσουν εκεί. Χτες είδα κάμποσους, γέρους (συνταξιούχους δηλαδή που έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο, ο Αρτούρο μου είπε πως μια θεία του περνάει συχνά τη μισή της μέρα στο Ατενέο) και πιτσιρικάδες που δεν έχουν χρήματα για να αγοράσουνε βιβλία. Από τα ηχεία ακούγεται μουσική, κλασική και τάνγκο πέτυχα εγώ χτες όση ώρα ήμουν εκεί, το βιβλίο που διάβαζα μου φάνηκε υπέροχο, αλλά δεν ξέρω αν με επηρέασε η ατμόσφαιρα, και εννοείται πως, λόγω του ότι είναι και κοντά, το Ατενέο θα γίνει στέκι.
posted by Rayuela at 11:49 π.μ. 2 comments

8.6.06


Εδώ κι εκεί...

Τις τρεις τελευταίες μέρες διάβασα αρκετά ελληνικές εφημερίδες. Στεναχωρήθηκα λίγο που έχασα τον Πολύδωρα να απολογείται για την κινηματογραφική απόδραση από τον Κορυδαλλό, με θαυμασμό στο βλέμμα σχολιάζουν οι εφημερίδες... και γενικώς το τι θα λέγεται στα παράθυρα επί του θέματος. Σοκαρίστηκα με τα της Βέροιας αλλά μάλλον χαίρομαι που γλιτώνω τη φρίκη του καθημερινού δελτίου των οκτώ. Φαντάζομαι τι θα βλέπετε εκεί πέρα και μου σηκώνεται η τρίχα. Μάλλον θα ήθελα να είχα δει την παράσταση του Παπαβασιλείου, αλλά όλο και κάποιος θα μου μεταφέρει άποψη.
Όσο για τα εδώ, μετακόμισα πια στο σπίτι μου, προσπαθώ να αποκτήσω κανονικούς ρυθμούς ζωής, άρχισα να δουλεύω και σιγά σιγά θα αρχίσω να περιπλανιέμαι στην πόλη, να χρησιμοποιώ τα τηλέφωνα που μάζεψα την προηγούμενη βδομάδα και να συναντώ ανθρώπους, να επισκέπτομαι μουσεία και να πηγαίνω σε θέατρα. Περισσότερα λοιπόν εν ευθέτω χρόνω.
Η φωτογραφία είναι από το σαλόνι του σπιτιού μου, που είναι ωραίο, πολύ φωτεινό και απλά διακοσμημένο. Χωρίς ιδιαίτερη θέα παρ' όλο που βρίσκομαι στον 12ο όροφο, το μόνο που βλέπω είναι οι διπλανές πολυκατοικίες. Μένω σε ένα σημείο που θα αντιστοιχούσε στην Ασκληπιού ή στη Χαριλάου Τρικούπη, στα όρια της Ρεκολέτα που είναι μια κυριλέ περιοχή στο κέντρο του Μπουένος Άιρες.
Απ' ό,τι φαίνεται αρχίζω πάλι να ξενυχτάω και να αποκτώ τους συνηθισμένους μου ρυθμούς, ό,τι είχα πιστέψει πως εδώ θα ζήσω λίγο πιο φυσιολογικά.
posted by Rayuela at 2:15 π.μ. 0 comments

Δια λιθοβολισμού

Στα χτεσινά Νέα ο Γεωργουσόπουλος επανέρχεται σε παλαιά όπως αναφέρει πρότασή του στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς να εκτελείται με τελετουργικό τρόπο από απόσπασμα γονιών και μαθητών ένας δάσκαλος που θα επιλέγεται με κλήρωση. Δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να υποστηρίξω την τελευταία πρότασή του "Και μακάρι να πέσει ο κλήρος στον γράφοντα, αν πρόκειται η εκτέλεσή του να ταρακουνήσει λίγο υπνώττουσες συνειδήσεις". Αλλά μήπως θα ήταν καλή ιδέα να προσθέσουμε στους προς εκτέλεσην και ένα γονιό κατ' έτος, ίσως και κάποιον από αυτούς που διαμορφώνουν γνώμη σε έντυπα και οπτικοακουστικά μέρα ενημέρωσης; Τότε θα υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα να ταρακουνηθούν οι υπνώττουσες συνειδήσεις...
posted by Rayuela at 1:06 π.μ. 1 comments