el arte de la fuga

26.6.06

Microficción, megaficción, metaficción

1. Ένα βράδυ το χρόνο τουλάχιστον πρέπει να το περάσω άγρυπνη, αλλά τελείως άγρυπνη, όχι να πέσω στο κρεβάτι τα ξημερώματα, αυτό είναι πολύ συχνό, όχι να κάνω τη μέρα νύχτα, αλλά τη νύχτα μέρα και τη μέρα να την αφήσω στη θέση της. Σήμερα είναι λοιπόν μια τέτοια μέρα και μια τέτοια νύχτα και ως συνήθως η κύρια αιτία είναι η δουλειά. Σ’ εμάς τους μεταφραστές πολύ συχνά συμβαίνει να καθυστερούμε μια δουλειά, να προσπερνάμε προθεσμίες, να λέμε αύριο κι αυτό να μη σημαίνει ούτε τέσσερα μεθαύριο, μέχρι που φτάνει κάποια μέρα και λες σήμερα, κι αυτό είναι σήμερα, είσαι αποφασισμένος να ξεμπερδεύεις μια για πάντα και με όποιο τίμημα.
Από το πρωί λοιπόν παιδεύομαι μ’ αυτό το γαμημένο το συνέδριο και προσπαθώ να λύσω τις τελευταίες απορίες και προβλήματα. Το βράδυ βγήκα γιατί είχα κανονίσει από μέρες να φάω με τον τύπο από την πρεσβεία με τον οποίο μιλούσα στα τηλέφωνα από το Φεβρουάριο προκειμένου να καταφέρω να μου πληρώσουν το διαβολεμένο εισιτήριο, και παρ’ όλο που δεν μου το πλήρωσαν τελικά, εκείνος ήταν πολύ ευγενικός και εξυπηρετικός, και ήθελε πολύ να με βοηθήσει, και εντέλει με βοήθησε δι’ άλλης οδού, ιδιωτικής, αφού με παρέπεμψε στο Ίδρυμα Ωνάση, που γενναιόδωρα συμμετείχε σε ένα μεγάλο μέρος των εξόδων αυτού του ταξιδιού. Δεν θα σας ζαλίσω πάλι με τις μαγικές λέξεις bife de chorizo, bife de lomo και ojo de bife (που ήταν η σημερινή παραλλαγή) και δεν θα κάνω τα σάλια σας να τρέξουν περιγράφοντας πόσο νόστιμο, ζουμερό και απολαυστικό ήταν το κρέας μου. Πήγαμε λοιπόν στο Πουέρτο Μαδέρο (από το οποίο σας υπόσχομαι την επόμενη φορά να έχω φωτογραφία, δική μου, ανήκει στην κατηγορία "κορνίζα" βλ. παρακάτω), δειπνήσαμε κουβεντιάζοντας χαλαρά περί ανέμων και υδάτων και επέστρεψα στο διαμέρισμά μου κατά τη μιάμιση, έτοιμη να κλείσω επιτέλους το ζήτημα Συνέδριο οριστικά. Έτσι, έφτασαν τα ξημερώματα και τώρα, επτά και τέταρτο το πρωί, συνεχίζω γράφοντας το παρόν ποστ, αφού έστειλα τα κείμενα του συνεδρίου εκεί που έπρεπε να σταλούν, απάντησα σε διάφορα μέιλ, χαζολόγησα σε διάφορα μπλογκ, πέτυχα τον Θεόφιλο αγουροξυπνημένο στην άλλη άκρη του κόσμου και επιδοθήκαμε σε πρωινή κουβεντούλα μετά μεταφραστικών αποριών κτλ.

(Μετα-) Ο άνθρωπος που δεν κοιμάται είναι επικίνδυνο πρόσωπο, αυτό πρέπει να το επισημάνουμε, γιατί παράλληλα με τις δουλειές του σκέφτεται. Επίσης το γεγονός ότι δεν κοιμάται τη νύχτα ενώ ο υπόλοιπος κόσμος αναπαύεται ήσυχος ήσυχος του προκαλεί ενίοτε μια μεγαλομανία, μια αίσθηση ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό που σκέφτεται και ότι θα έπρεπε να ξυπνήσει και τους υπόλοιπους για να μοιραστεί μαζί τους το μεγαλείον της σκέψης του. Θα έρθει όμως και η ώρα του… του μεγαλείου. (Άσε που ο άνθρωπος που ξαγρυπνάει και βλέπει την ανατολή, νιώθει μια ψυχική ανάταση λες και την έφτιαξε με τα χεράκια του, εγώ όμως σήμερα δεν έκανα και σπουδαία δουλειά, πολύ μέτρια ανατολή ετοίμασα.)

2. Αυτή την εβδομάδα κατ’ αρχάς το πρόγραμμα είχε Μουσείον Malba, δηλαδή Μουσείο Λατινοαμερικάνικης Τέχνης του Μπουένος Άιρες (http://www.malba.org.ar/web/), το οποίο είναι ένα ιδιωτικό μουσείο, εγκαινιάστηκε πρόσφατα, το 2001, λίγο πριν από την τρομερή κρίση που διέλυσε την Αργεντινή, στη μόνιμή του συλλογή συμπεριλαμβάνει χαρακτηριστικά έργα της λατινοαμερικάνικης τέχνης του 20ού αιώνα, οι πιο γνωστοί σ’ εμάς από τους καλλιτέχνες που έστω κι ένα έργο τους βρίσκεται στη συλλογή είναι η Φρίντα Κάλο, ο Ριμπέρα, ο Μποτέρο, ο Μάττα… Η συλλογή του είναι μια σύντομη διαδρομή στην ιστορία της λατινοαμερικάνικης τέχνης από την αρχή του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, κάποια από τα έργα δεν τα είδα γιατί μια αίθουσα για κάποιο λόγο ήταν κλειστή, κάποια είναι πολύ όμορφα, κάποια ενδιαφέρονται, νομίζω πως και η πορεία έχει κάποιο ενδιαφέρον, το πέρασμα από τη μια περίοδο στην άλλη. Αυτή την εποχή το μουσείο έχει και μια έκθεση με σκίτσα του Λίχτενστάιν… πολύ βαρετή όμως, τίποτα δεν μου είπε η περιδιάβαση μπροστά από σκίτσα και σχεδιάσματα. Μέχρι τώρα δηλαδή μου φαινόταν συμπαθής ο Λιχτενστάιν, μάλλον γιατί δεν τον είχα δει ποτέ μαζεμένο, και σήμερα ομολογώ πως δεν κατάλαβα γιατί ξαφνικά έπρεπε να βλέπω διάφορα σπιτάκια, εκπυρσοκροτήσεις όπλων, ηλιοβασιλέματα και ανατολές και προσχέδια γυμνών νεανίδων, τα οποία ο καλλιτέχνης φιλοτεχνούσε προετοιμάζοντας κάποιο έργο του. Νομίζω πως το σημαντικότερο σ’ έναν καλλιτέχνη σαν τον Λίχτενστάιν είναι η ιδέα του (την οποία ούτως ή άλλως εξάντλησε, αν έχεις δει δυο τρεις πίνακές του είναι σαν να τους έχεις δει όλους) και

κανένα ενδιαφέρον δεν έχουν τα σκιτσάκια του. Επιπλέον ξαφνικά μου φάνηκε απίστευτα επίπεδος, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια της λέξης, αλλά πάρα πολύ επίπεδος, και έπληξα μέχρι θανάτου. Ότι σκεφτόμουν, μόλις προηγουμένως, όση ώρα επισκεπτόμουν τις αίθουσες με τη μόνιμη συλλογή του μουσείου, πόσο μου αρέσει η γλυπτική, πως έχω την αίσθηση ότι κάποια γλυπτά με ρουφάνε μέσα τους, πως το παιχνίδι με τους όγκους και τα κενά έχει μια παράξενη δύναμη, πάνω μου τουλάχιστον. Να μην ανοίξουμε δε το στόμα μας για τα γλυπτά του Λίχτενστάιν, τα οποία είναι κάτι σάχλες απίθανες, τα πιο πολλά λέγονται brushstrokes, δηλαδή βουρτσιές, αν δεν κάνω λάθος… Γλυπτική και πάλι γλυπτική, λοιπόν, όγκοι και υφές, μουσικότητα (είναι κοινή η αίσθηση ότι μερικά γλυπτά εκπέμπουν μουσική; και δεν εννοώ του Τάκις). Τώρα, προς θεού, δεν θέλω να συγκρίνω γλυπτική και ζωγραφική, ούτε εν γένει κάποια μορφή τέχνης με μια άλλη, αυτό θα ήτανε εντελώς ανόητο, απλώς τυχαίνει να έχω μια ευαισθησία στη γλυπτική … ίσως επειδή μπορείς να την αγγίξεις, και ως γνωστόν η αφή, οι υφές, τα αγγίγματα, οι αισθήσεις που περνούν μέσα από το δέρμα είναι για μένα ιδιαιτέρως σημαντικές. Καλά, ούτε τις αισθήσεις θα συγκρίνω μεταξύ τους… προς θεού και πάλι…

(Ιντερμέδιο) Έχει ξημερώσει πια στο Μπουένος Άιρες, όχι πως έχει βγει και κανένας ήλιος, η μέρα είναι μουντή και σκοτεινή, λίγο καλύτερη από τη χτεσινή που έβρεχε ακατάπαυστα, από το παράθυρό μου βλέπω μόνο τη φρικτή πίσω όψη μιας απέναντι πολυκατοικίας. Αν σηκωθώ και πάω ως την μπαλκονόπορτα βλέπω κάτι ελάχιστα συμπαθέστερο, τις αδιάφορες προσόψεις των γύρω πολυκατοικιών. (Σιγά σιγά, κάτι καλύτερο γίνεται με τη μέρα, βγαίνει ήλιος.)

(Μετα-) Υπάρχουν κάποιες εικόνες, τόσο στη φύση όσο και στην επικράτεια του ανθρώπινου πολιτισμού που είναι έτσι φτιαγμένες σαν να περιμένουν να τις βγάλεις φωτογραφία. Λες και τις έχεις βάλει ήδη στην κορνίζα. Όμως δεν είναι και πολλές αυτές, σ’ όλη την υπόλοιπη φύση καθώς και στα λοιπά δημιουργήματα του πολιτισμού, το κάδρο πρέπει να το βρεις εσύ. Επιπλέον ντρέπομαι αφόρητα να κυκλοφορώ με τη φωτογραφική μηχανή και να τραβάω φωτογραφίες. Αποτέλεσμα, είναι προφανές πως εντελώς τζάμπα την αγόρασα την ψηφιακή, η οποία μεταφέρεται ανά το Μπουένος Άιρες μέσα στην τσάντα μου, σπανίως εξέρχεται αυτής και ακόμη σπανιότερα επιτελεί το ρόλο για τον οποίο προορίστηκε. Μαραίνονται τα μεγαπίξελ της…


Επειδή είμαι πτώμα από το ξενύχτι, το ποστ θα συνεχιστεί αργότερα μέσα στην ημέρα, έχω να σας πω κι άλλα… Αφού ούτε τον τίτλο δεν έχω εξηγήσει ακόμη...
posted by Rayuela at 9:31 π.μ.

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home