el arte de la fuga

31.8.06

Ημερολόγιο – Μέρος 2ο (ο χρόνος πάει προς τα πίσω)

30 Αυγούστου

Εδώ σιγά σιγά μυρίζει άνοιξη, όσο μπορεί σε μία πόλη να μυρίσει άνοιξη. Οι μέρες είναι ηλιόλουστες, το κρύο είναι πια απλώς ευχάριστο, οι άνθρωποι ντύνονται όλο και πιο ελαφριά. Στο θέατρο Σαν Μαρτίν γίνεται η 2η Διεθνής Συνάντηση Σκέψης για την Πόλη ή Αστικού Στοχασμού (ξέρω κι εγώ πώς θα μετέφραζα το pensamiento urbano, απλώς φαντάζομαι ότι στην Ελλάδα θα το ονόμαζαν λίγο διαφορετικά το συνέδριο). Συμμετέχουν συγγραφείς, εικαστικοί, αρχιτέκτονες, θεωρητικοί της τέχνης, κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι. Παράλληλα προβάλλονται ταινίες για την πόλη, μέχρι τις επτά Σεπτεμβρίου. Σήμερα είναι η μόνη μέρα που κατάφερα να πάω, η τελευταία του συνεδρίου. Το μεσημέρι μιλάει μέσω βίντεο ο Τζον Μπέργκερ, πριν από χρόνια διάβασα ένα καταπληκτικό βιβλίο του, λέγεται G, το ταξίδι (εκδόσεις Κανάκη, μετάφραση Λ. Εξαρχοπούλου). Το θυμάμαι ακόμη, τότε με είχε γοητεύσει. Πριν από λίγες μέρες, ο Πίλια μού έλεγε σε μια συνέντευξη που του πήρα, ότι αυτό που προσπαθεί, μαζί με κάποιους άλλους συγγραφείς «όπως ο Κλαούντιο Μάγκρις, ο Τζον Μπέργκερ, ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, ο Χάνς Σέμπαλντ, είναι η δημιουργία ενός νέου τύπου μυθιστορήματος που θα συνδυάζει στοχασμό και δοκιμιακή γραφή. Μέσω αυτού του εγχειρήματος ορίζεται μια μορφή αφηγητή που δεν ταυτίζεται με την κλασική μορφή του μυθιστοριογράφου και στην οποία συνδυάζονται η αυτοβιογραφία, η αφήγηση, η έρευνα, δοκίμιο και ντοκουμενταρίστικη καταγραφή». Η διάλεξη του Μπέργκερ έχει τίτλο «Ιστορίες του δρόμου». Τον ακούω και η σκέψη μου παίρνει αφορμές για να φύγει προς διάφορες κατευθύνσεις. Τη μαζεύω με δυσκολία, γιατί αν ξεφύγω, αν αποσπαστεί η προσοχή, θα χάσω αυτά που λέει. Με γοητεύει η σωματικότητα της ομιλίας του, αναζητά τις λέξεις, τη σωστή λέξη, ακούς και βλέπεις την προσπάθεια του σώματος να δημιουργήσει το λόγο.
Στην πρώτη σειρά του αμφιθεάτρου κάθεται η ζητιάνα της Σίτιμπανκ. Το είπα πριν, δεν κάνει κρύο, εδώ μυρίζει άνοιξη, και στο συνέδριο δεν υπάρχει καν καφές, ούτε καναπεδάκια. Όλη την ώρα βάζει και βγάζει κάτι σε μικρά πλαστικά σακουλάκια, από τη θέση μου δεν μπορώ να δω τι. Μου φαίνεται ο πιο ταιριαστός ακροατής αυτού του συνεδρίου. Δίπλα της η πιο οξφορδιανή εκδοχή αργεντίνου διανοούμενου, κουστουμαρισμένος αλά μπριτανίκ, κρατάει σημειώσεις σε ένα μεγάλο μπλοκ. Εδώ γενικά οι άνθρωποι κρατούν σημειώσεις στις διαλέξεις.
Ακολουθούν οι ομιλίες του Νέστορ Γκαρσία Κανκλίνι, θεωρητικού της τέχνης, αργεντίνου, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Πόλης του Μεξικού. Μιλά για το μουσείο και το πρόγραμμα ανακήρυξης τόπων πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Δείχνει εικόνες από έργα καλλιτεχνών, του Μουντάδας, του Σιέρρα. Τον Σιέρρα τον θυμάμαι γιατί επρόκειτο να συμμετέχει στην έκθεση Outlook, που έγινε προ τριών ετών στην Αθήνα (περνούν τα χρόνια). Τελικά δεν ήρθε. Ακούγοντας το όνομά του και τις φωτογραφίες είναι σαν να ανακαλύπτω ξαφνικά ένα σελιδοδείκτη ξεχασμένο σε κάποιο παλιό αγαπημένο βιβλίο. Μετά μιλάει ένας καλλιτέχνης, ονόματι Φαμπιάν Μαρκάτσιο, αργεντίνος που ζει στη Νέα Υόρκη εδώ και χρόνια. Ένα έργο του είδα προ μηνός στο MALBA. Μου αρέσει. Η ομιλία του είναι περίεργη, πάσχει από τη γνωστή καλλιτεχνική δυσλεξία, μοιάζει λίγο με κακιασμένη αδερφή, αλλά μπορεί και να μην είναι, ίσως απλώς το στυλ να είναι το νεοϋορκέζικο σικ, μας λέει κάποια στιγμή με κάποια αφορμή πως έχει ένα παιδί οκτώ μηνών. Τις δύο ομιλίες συνδέει ο Ρεϊνάλντο Λαντάγκα, θεωρητικός της λογοτεχνίας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Ακολουθεί ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, αλλά εγώ φεύγω, πρέπει να ψάξω ένα βιβλίο και να γυρίσω σπίτι να δουλέψω.
Το μόνο που δεν θα βαρεθώ να ανακαλύπτω στο Μπουένος Άιρες είναι τα βιβλιοπωλεία. Ψάχνω ένα βιβλίο που δεν καταφέρνω να βρω σε όλη την Κορριέντες και στους γύρω δρόμους. Αγοράζω άλλα βιβλία, επιστρέφω στο σπίτι.
Το βράδυ τρώω μόνη, απέναντι απ’ το σπίτι, μια ομελέτα με σπαράγγια.
Σήμερα έφυγε ο αδελφός.

29 Αυγούστου

Στο βιβλιοπωλείο La Boutique del Libro συναντώ τον Μαρτίν Κόαν. Είναι ένας συγγραφέας συνομήλικός μου, διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο του, πριν από 3 μήνες σχεδόν, στην Εβδομάδα των εκδοτών, μας είχε κάνει μια ευφυέστατη παρουσίαση της σύγχρονης αργεντίνικης λογοτεχνίας, βασισμένη στους άξονες της γραφής του Μπόρχες. Είναι από τις πιο ευχάριστες συναντήσεις μου εδώ. Είναι πολύ έξυπνος, ταλαντούχος, το προτελευταίο του μυθιστόρημα πρόκειται να εκδοθεί στην Ιταλία, στην Αγγλία και αλλού. Γράφει με το χέρι, πράγμα που μου φαίνεται παράξενο, σχεδόν απίστευτο, για έναν άνθρωπο που έχει ακριβώς την ηλικία μου. Λέει πως προτιμά το ρυθμό της γραφής με το χέρι. Του λέω πως εγώ, λόγω και της συνήθειας της μετάφρασης, όταν θέλω να μεταφράσω ή να γράψω κάτι, οτιδήποτε, νιώθω πως ο υπολογιστής δεν υπάρχει, πως οι λέξεις περνάνε σχεδόν αυτόματα απ’ το μυαλό μου στην οθόνη. Και ο ρυθμός του χτυπήματος των πλήκτρων συχνά ακολουθεί το ρυθμό της μουσικής που ακούω.Σκέφτομαι πως θέλω να γράψω μια εντράδα σύντομα για τα βιβλία και τους συγγραφείς που ανακάλυψα εδώ.
Στην Página/12 διαβάζω το άρθρο του Ντόρφμαν για τον Γκύντερ Γκρας, από το μπλογκ του Ντανιέλ Λινκ διαβάζω το άρθρο του Κλαούντιο Μάγκρις, στην Clarín διαβάζω το άρθρο του Τζον Μπέργκερ. Στα Νέα του προηγούμενου Σαββάτου, το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Θεοδωρόπουλου. Στην ιστοσελίδα του Φάις, τη δική του άποψη. Κανένας τους δεν βιάζεται να ρίξει τον Γκρας και τα βιβλία του στην πυρά, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω, θα σχολιάσει ο Μιχάλης Μητσός, που αναφέρεται στο άρθρο του Ντόρφμαν (λίγες μέρες μετά). Μόνο οι ανόητοι μου φαίνεται πως πλειοδοτούν σε ηθικολογικές κορώνες, ο Μπέργκερ λέει πως οι ηθικολόγοι αρνούνται την εμπειρία. Σκέφτομαι πως αν το έργο δεν διαχωρίζεται από το πρόσωπο και την προσωπικότητα του συγγραφέα, τότε έχει νόημα να δούμε το έργο του Γκρας υπό αυτό το πρίσμα, για να το κατανοήσουμε καλύτερα, όχι για να αγανακτήσουμε σαν προσβεβλημένες γεροντοκόρες που ανακάλυψαν αίφνης πορνό κανάλι στην τηλεόραση. Α, και να διατυπώσουμε γνώμη για τον κόσμο και τη Γερμανία, μέσα από αυτό το περιστατικό. Πράγματα πολύ πιο ενδιαφέροντα από τις κραυγές της γεροντοκόρης.

28 Αυγούστου

Στο ΜΣΝ συναντιέμαι μετά από πολύ καιρό με το φίλο μου τον Χουάν Μανουέλ. Τον γνώρισα πέρυσι στην Ισπανία στην Casa del Traductor. Τώρα μου έχει ζητήσει να μεταφράσω κάποια ποιήματα του Claudio Rodríguez, ενός ισπανού ποιητή από τη Θαμόρα, την πόλη του. Προσπαθώ να μεταφράσω τα ποιήματα ακούγοντας ένα ωραίο σιντί που έχει φέρει ο αδελφός. Ταιριάζει με το ρυθμό των ποιημάτων. Με δυσκολεύει πάντα να μεταφράζω ποίηση, συνήθως τυχαίνει μόνο να μου αρέσει κάποιο ποίημα και να το μεταφράσω έτσι, για το κέφι μου. Τώρα πρέπει να στρωθώ και να το κάνω πιο σοβαρά. Με τον Χουάν Μανουέλ λέμε μήπως και καταφέρουμε να συναντηθούμε όταν θα επιστρέφω, στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης. Αλλιώς σκέφτομαι μήπως πάω το Δεκέμβριο, όταν θα γίνει ένα συνέδριο αφιερωμένο στον Κλαούντιο Ροδρίγκες.

27 Αυγούστου

Σήμερα πήγαμε στον Τίγρη, στο δέλτα των ποταμών που καταλήγουν στο σημείο αυτό στη θάλασσα. Είναι Κυριακή και έχει πολύ κόσμο. Η αγορά των λουλουδιών έχει λίγα λουλούδια και πολλά παραδοσιακά είδη, δερμάτινα, καλάθια, πήλινα. Κάνουμε βόλτες και παίρνουμε ένα καραβάκι για βόλτα στο Δέλτα. Δεν θα μου άρεσε ποτέ να μένω σε προάστιο, αλλά ίσως και να μου έκανε κέφι να είχα ένα σπιτάκι στις όχθες κάποιου από αυτά τα ποτάμια που συναντιούνται εδώ. Τα σπίτια είναι εντελώς περίεργα, από βίλες μέχρι τις πιο πρόσκαιρες και αυτοσχέδιες κατασκευές.
Κατεβάζω μουσική από διάφορα μπλογκ. Πρώτα από τη Μαρκησία, που τη γνώρισα ως συγκάτοικο στο γνωστό Ξενοδοχείο. Μετά από διάφορα σκόρπια που δεν τα θυμάμαι κιόλας. Γενικά, πολλά πράγματα συναντώ σε μπλογκ που δεν τα τσεκάρω και μετά δεν ξέρω πώς να τα ξαναβρώ. Πρόσφατα ανακάλυψα τον κύριο Υλό (θα τους βρείτε και τους δύο στα λινκ μου). Σήμερα κατέβασα ένα καταπληκτικό ρεμίξ, που το ακούω συνέχεια και νομίζω πως προσπαθεί να μου πει μια ιστορία, ή μάλλον να με βάλει να του πω εγώ μια ιστορία.

26 Αυγούστου

Όλες αυτές τις μέρες που είναι εδώ ο αδελφός τρώμε σε καταπληκτικά συνήθως εστιατόρια, ξεχωρίζω την Brasserie Petanque, όπου έφαγα μετά από χρόνια ένα συγκλονιστικό στεκ ταρτάρ, το Όλσεν, το La Caballeriza στο Πουέρτο Μαδέρο, με απίστευτα νόστιμο κρέας, ένα βασκικό στο Παλέρμο όπου φάγαμε arroz negro, τις τρομερές πίτσες της Grappa. Τα βράδια τα πίνουμε σε μπαρ, πήγαμε και σε ένα κλαμπ, το Νισέτο, όπου είχε κάτι σαν πάρτυ, με drag queen show, πολύ κόσμο, στριμωξίδι και πολλά ναρκωτικά. Δεν κάτσαμε πολύ, χωρίς ναρκωτικά αυτά τα μέρη δεν πολυαντέχονται. Το Carnal απέναντι είναι επίσης γεμάτο, λειτουργεί σχεδόν ως προθάλαμος του Νισέτο, και στην ταράτσα του έχεις την αίσθηση ότι είσαι διακοπές σε νησί, αν δεν έκανε τόσο κρύο δηλαδή. Στο La Cigale ακούσαμε δυο φορές ζωντανή μουσική, τη μία φορά χάλια, τη δεύτερη καλύτερο. Κάποιο βράδυ πήγαμε σε ένα μπαρ όπου έπαιζε μια ορχήστρα τάνγκο.
Καμιά φορά, η κρίση ανεβαίνει στην επιφάνεια, σχεδόν μου έρχεται να βάλω τα κλάματα, έτσι χωρίς αφορμή. Καμιά φορά από νοσταλγία, άλλοτε από πικρία για πράγματα που έχουν χαθεί. Δεν βάζω τα κλάματα, εννοείται. Αναρωτιέμαι τι θα με περιμένει όταν γυρίσω πίσω.
posted by Rayuela at 3:18 μ.μ. 6 comments

Ημερολόγιο – Μέρος 1ο (ο χρόνος πάει προς τα πίσω)


25 Αυγούστου

Η κρίση έστω και υπογείως συνεχίζεται. Στο ταξίδι στην Ουρουγουάη, διαβάζω ένα βιβλίο του Σέσαρ Άιρα, με τον απίστευτο τίτλο Η μοδίστρα και ο άνεμος. Εκεί ο Άιρα φτιάχνει μια απίστευτη, εντελώς παλαβή ιστορία από το τίποτα. Ξεκινά γράφοντας πως από καιρό ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα με αυτόν τον τίτλο και δεν του έβγαινε τίποτα, και μετά αρχίζει να φτιάχνει την ιστορία του σαν περίτεχνο πιάτο που μαγειρεύεται χωρίς καθόλου υλικά. Ξαφνικά, σε μια διακοπή της ιστορίας, μας μεταφέρει στο Παρίσι όπου βρίσκεται και αναρωτιέται αν αυτός που ταξιδεύει κουβαλάει μαζί του τη ζωή του. Αυτό ακριβώς αναρωτιόμουν κι εγώ πριν από μερικές μέρες. Νομίζω ότι γίνεται ένα είδος διχασμού. Αυτός που ταξιδεύει αφήνει πίσω του τη ζωή του, αυτό που αποκαλεί ζωή του, στάσιμη, να τον περιμένει. Και ζει μια καινούργια ζωή-βρέφος στο μέρος στο οποίο βρίσκεται. Έτσι κι εγώ ζω εδώ μια ζωή τριών μηνών που θα φτάσει μέχρι τους τέσσερις και μετά θα τελειώσει, αφήνοντας ποιος ξέρει ποια ίχνη.

23 Αυγούστου

Στο ξενοδοχείο πληρώσαμε και αφήσαμε το σακ βουαγιάζ στη ρεσεψιόν. Είναι φρικτό, από αυτά που θέλουνε να εμφανίζονται ως αξιοπρεπή και είναι χειρότερα, πιο μίζερα, κι από τις πιο δύστυχες πανσιόν. Ακόμα και αν μέναμε, θα αλλάζαμε ξενοδοχείο. Στην ηλικία μας, δεν τα αντέχουμε πια αυτά. Ποτέ δεν τα αντέχαμε. Όταν ήμασταν πιο μικροί, πηγαίναμε στις δύστυχες πανσιόν, τώρα θέλουμε κάποια στοιχειώδη άνεση. Αλλά ποτέ αυτή τη μιζέρια.
Κάνουμε έναν τεράστιο περίπατο στην παραλία του Μοντεβιδέο. Η μέρα είναι ηλιόλουστη, πολύς κόσμος κάνει τζόγκινγκ κατά μήκος της παραλίας. Άλλοι κάθονται και πίνουν μάτε διαβάζοντας ή κουβεντιάζοντας με φίλους. Εδώ ο κόσμος πίνει πολύ περισσότερο μάτε, τους βλέπεις στους δρόμους, στα παγκάκια, έναν έναν ή περισσότερους μαζί με το θερμός ανά χείρας. Στην Αργεντινή το σνομπάρουν λίγο, σπάνια θα τους δεις να το κάνουνε δημόσια, στα σπίτια τους όμως πίνουν, μάλλον τους φαίνεται μια τοπική, σχεδόν φολκλόρ συνήθεια, και ντρέπονται. Όταν γυρίσω θα συνεχίσω να πίνω μάτε. Στην Αθήνα το βρίσκεις σε διάφορα κολωνακιώτικα καφεκοπτεία, αλλά και στα μαγαζιά των Συριολιβανέζων. Αυτοί είναι οι τρίτοι στον κόσμο σε κατανάλωση μάτε. Κύριος οίδε πώς έφτασε ως εκεί. Στο Fat boy, το αραβικό φαστφουντάδικο της Χαλκοκονδύλη, όπου πηγαίνω συχνά για να φάω ένα φελάφελ στα γρήγορα, πουλάνε μάτε μάρκας Cruz de Malta, που εδώ το θεωρούνε από τα καλύτερα.
Η βόλτα είναι υπέροχη, καταλήγουμε στο λιμάνι των ψαράδων, κι αφού απορρίπτουμε το εστιατόριο του ιστιοπλοϊκού ομίλου, κυριλίκι της δεκαετίας του ’70, για να κόβεις φλέβες, καταλήγουμε σε ένα εστιατόριο σχεδόν καντίνα όπου τρώμε υπέροχα τηγανητά καλαμαράκια και γαρίδες με σάλτσα ντομάτα, πίνουμε μπύρα και συνεχίζουμε να γελάμε, πολύ.

22 Αυγούστου

Με τον αδελφό φεύγουμε σήμερα για Ουρουγουάη. Πηγαίνουμε με το πλοίο στο Μοντεβιδέο. Το ταξίδι μοιάζει περισσότερο σαν ταξίδι στο χρόνο. Σαν να έχουμε μεταφερθεί τριάντα χρόνια πίσω. Η αρχιτεκτονική, οι άνθρωποι, οι ρυθμοί, το ντύσιμο, τα μαγαζιά, όλα είναι άλλης εποχής. Στην τράπεζα δεν καταφέρνω να βγάλω χρήματα, λογικό σκέφτομαι, πριν από τριάντα χρόνια, δεν είχα ακόμα καταθέσεις, ήμουν εννιά χρονών, ούτε και οι τράπεζες έδιναν τέτοιες δυνατότητες, η παγκοσμιοποίηση δεν υπήρχε ούτε σαν λέξη. Μπαίνουμε στη Σίτιμπανκ και μιλάμε με μια υπάλληλο, παίρνει το διαβατήριό μου, το βγάζει φωτοτυπία, και επιστρέφει λέγοντάς μου ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Μα ήταν προφανές ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα. Με τον αδελφό μας πιάνουν τα γέλια, γελάμε μέχρι δακρύων, σχολιάζοντας (ούτε και πού θυμάμαι πια τι ακριβώς) και η υπάλληλος μας βρίσκει έτσι όταν επιστρέφει με το διαβατήριο. Φοβάμαι ωστόσο μήπως συμβαίνει κάτι με την κάρτα, έτσι αποφασίζουμε να επιστρέψουμε εσπευσμένα στο Μπουένος Άιρες και στο 2006. Στην Ουρουγουάη, όπως και στη Βραζιλία, απαγορεύεται στους περισσότερους δημόσιους χώρους το κάπνισμα. Στο Μπουένος Άιρες αυτό θα γίνει από τον Οκτώβριο. Στο ίντερνετ διάβασα πως το ίδιο θα γίνει και στη Γαλλία. Με εκνευρίζει όλη αυτή η αντικαπνιστική υστερία. Ας χωρίσουν τον κόσμο σε χώρους καπνιστών και μη καπνιστών, αλλά να μη μας βάλουν όπως συνηθίζουν στα αεροδρόμια σε γυάλινα κουτιά, να μας κοιτάζουν όπως τις μαϊμούδες. Όταν το κάνουνε κι αυτό δηλαδή.

19 Αυγούστου

Αρχίζω να μεταφράζω τις «Μελέτες περί έρωτος/αγάπης» του Ορτέγκα υ Γκασσέτ. Πρώτη φορά σιχτιρίζω τόσο πολύ για τη φαεινή ιδέα της ελληνικής γλώσσας να έχει δύο λέξεις διαφορετικές για την αγάπη και τον έρωτα. Το πρόβλημα στη μετάφραση αποδεικνύεται δομικό. Εκεί που ο άλλος περνάει γλιστρώντας σαν το ψάρι από τη μια έννοια στην άλλη, εσύ κάθεσαι με το στυλό ανάμεσα στα δόντια (παρωχημένη εικόνα από την εποχή που γράφαμε με το χέρι) και βρίζεις διότι για σένα το πέρασμα είναι δυσκολότερο και από το πέρασμα της καμήλου από την τρύπα της βελόνας. Merdes!


17 Αυγούστου

Μου λείπουν οι φίλοι μου. Μου λείπει αυτή η δυνατότητα που έχεις να δημιουργείς φίλους όταν μιλάς την ίδια γλώσσα, όταν έχεις πίσω σου ένα κατά το μάλλον ή ήττον κοινό παρελθόν. Όταν για να γνωρίσεις τον άλλο, δεν χρειάζεται να ξεκινήσεις την κουβέντα από το μηδέν, όταν υπάρχουν πολλά πράγματα εκ των προτέρων οικεία και στους δύο. Επιπλέον, όταν μιλάς μια ξένη γλώσσα, όσο καλά κι αν το κάνεις, σου λείπει η συναισθηματική φόρτιση που έχουν οι λέξεις στη δική σου γλώσσα, ο τρόπος που συντάσσει το λόγο το συναίσθημα.
Αλλά μου αρέσει που είμαι εδώ, παρά την κρίση και ίσως κι εξαιτίας της κρίσης. Το μυαλό δουλεύει αλλιώς, σε μεγάλες ταχύτητες, και συγκεντρώνεται καλύτερα. Οι άνθρωποι είναι πολύ καινούργιοι, τους παρατηρείς με άλλον τρόπο.
Εδώ συνειδητοποιώ περισσότερο από ποτέ την ηλικία μου, λόγω του ταξιδιού βασικά. Θα ήθελα να έχω έρθει πριν από δέκα χρόνια.

14 Αυγούστου

Το πρώτο βράδυ που βγαίνουμε με τον αδελφό στο νυχτερινό Μπουένος Άιρες γνωρίζουμε την Χάιντι και τον Ρος. Είναι αμερικάνοι. Η Χάιντι είναι καμιά σαρανταπενταριά χρονών, καθηγήτρια κοινωνιολογίας, ο Ρος είναι ο δεκαοχτάχρονος ανιψιός της. Το ταξίδι είναι το δώρο για τα γενέθλιά του. Είναι ό,τι αντίθετο από την τυπική εικόνα που έχουμε για τους Αμερικάνους, σιχαίνονται τον Μπους, είναι ανοιχτοί, έχουν ενδιαφέρουσες απόψεις. Ο μικρός ετοιμάζεται για σπουδές Λογοτεχνίας, καπνίζει πολύ, ακούει ενδιαφέρουσα μουσική, με τον αδελφό ανταλλάσουν απόψεις για συγκροτήματα, με εμένα μιλάει με ενθουσιασμό για συγγραφείς, φοράει γυαλάκια και ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Η Χάιντι τον καμαρώνει στα κρυφά. Αύριο το μεσημέρι, θα φάμε σε ένα τρομερό εστιατόριο, κρυφό για τους τουρίστες, βρίσκεται στον 19 όροφο ενός κτιρίου, χωρίς καμιά ιδιαίτερη σήμανση, και από τις τζαμαρίες του βλέπεις ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης και το ποτάμι. Μετά θα τους αποχαιρετήσουμε, μιας και το δικό τους ταξίδι τελειώνει.

13 Αυγούστου

Ο αδελφούλης μου έφτασε το πρωί. Το τάιμινγκ σωστό. Εγώ ετοιμάζομαι να περάσω την κρίση του ταξιδιού. Σχεδόν δυόμισι μήνες εδώ, ξαφνικά αρχίζω να αναρωτιέμαι για όλα. Ποια είμαι εγώ και πού πάω, τι κάνω στη ζωή μου, γιατί βρίσκομαι εδώ, γιατί γράφω αυτό το μπλογκ; Τι θα κάνω όταν επιστρέψω στην Αθήνα; Μαζί του η κρίση θα μείνει λίγα εκατοστά κάτω απ’ την επιφάνεια, θα καλυφθεί με βόλτες, εκ νέου επισκέψεις σε μουσεία, δείπνα σε όμορφα εστιατόρια και νυχτερινή ζωή. Έχουμε πάρα πολύ καιρό να βρεθούμε τόσες πολλές μέρες μαζί. Χαίρομαι που ήρθε.
posted by Rayuela at 3:09 μ.μ. 0 comments

22.8.06

Οι άλλοι


Το 2000 και λίγο πριν τα τριακοστά τρίτα μου γενέθλια πήρα την απόφαση να περάσω για πρώτη φορά το κατώφλι του ψυχαναλυτή. Αν και οι αριθμοί τώρα μου φαίνονται αρκούντως σημαδιακοί, τότε ουδόλως με είχε απασχολήσει η αριθμολογία. Αυτά που με οδήγησαν στο ντιβάνι ήταν η ορατή απειλή πλήρους συναισθηματικής αποσταθεροποίησης και το καταιγιστικό πυρ που είχε εξαπολύσει εναντίον μου το υποσυνείδητο με τη μορφή ονείρων.
Η ανάλυσή μου κράτησε τέσσερα χρόνια, που υπήρξαν δύσκολα και αποκαλυπτικά και τα οποία πέρασα σε διαρκή μάχη με τις αντιστάσεις μου καθώς και με την αμηχανία και τη βουβαμάρα που μου προκαλούσε η εναρκτήρια φράση του αναλυτή: «Σας ακούω…» Αναγκάστηκα να σταματήσω την ανάλυση, χωρίς να θεωρήσω πως την ολοκλήρωσα, για λόγους κυρίως οικονομικούς· μετά το ένδοξο καλοκαίρι του 2004, στα πρόθυρα σχεδόν της χρεοκοπίας, υποχρεώθηκα να κάνω διάφορες θυσίες, και η ανάλυση ήταν η πρώτη από αυτές.
Όμως τα τέσσερα αυτά χρόνια, παράλληλα με την ανάλυσή μου, έτρεχε άλλη μία ιστορία, που με τον τρόπο της αποτελούσε ένα δεύτερο κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφονταν οι επισκέψεις μου στο ιατρείο του αναλυτή. Το σκηνικό αυτής της ιστορίας ήταν η αίθουσα αναμονής και η ιστορία ήταν η ιστορία των άλλων, εκείνων με τους οποίους μοιραζόμουν τον αναλυτή μου, αυτών που προηγούνταν και αυτών που έπονταν της δικής μου επίσκεψης.
Εν αρχή ήταν οι καρέκλες της εν λόγω αίθουσας αναμονής. Ήταν τρεις: δύο πολύ κοντά η μια στην άλλη, με ένα τραπεζάκι ανάμεσα· η τρίτη μόνη της απέναντι, πιο κοντά στο γραφείο και με την πλάτη της στραμμένη προς αυτό. Η εκλογή καρέκλας μού φαινόταν ιδιαιτέρως σημαίνουσα, και με κριτήριο αυτήν επεξεργάστηκα θεωρία ολόκληρη γύρω από το χαρακτήρα των αναλυόμενων.
Έπειτα ήταν αυτοί που προηγούνταν· μαζί τους με συνέδεε σχέση αγάπης-μίσους· κάποτε με χαλάρωνε απίστευτα ο μεταβατικός εκείνος χρόνος πριν να ξαπλώσω στο ντιβάνι και άλλοτε η αναμονή γινόταν δοκιμασία ανυπέρβλητη για την ανυπομονησία μου να βρεθώ σ’ αυτό. Τα δύο πρώτα χρόνια τη θέση αυτή πριν από μένα κατείχαν εναλλάξ δύο γυναίκες. Ενίοτε άκουγα περιμένοντας θραύσματα από την ανάλυση της καθεμιάς, όχι λέξεις ή φράσεις, αλλά τον τόνο της φωνής, κάποια γέλια. Η πρώτη, γύρω στα πενήντα πέντε, βαμμένη ξανθιά και πολύ κομψή, παραπονιόταν για τους πάντες και τα πάντα και καταφερόταν εναντίον γνωστών και αγνώστων, ποτέ δεν άκουσα κάτι συγκεκριμένο ή μόνο μια φορά – κατηγορούσε τότε τον πρωθυπουργό! Και όταν έβγαινε ήτανε πάντα χαμογελαστή και με χαιρετούσε εγκάρδια. Η δεύτερη ήταν λίγο νεότερη, χοντρούλα και ντυμένη μάλλον άχαρα, και ενώ συχνά την άκουγα, με κάποια ζήλια μάλιστα, να ξεκαρδίζεται στα γέλια την ώρα της ανάλυσης, έβγαινε βυθισμένη στην κατάθλιψη και μου απηύθυνε μέσα απ’ τα δόντια της ένα σχεδόν ακατάληπτο χαιρετισμό.
Τα δύο τελευταία χρόνια, πριν από μένα συναντούσε τον αναλυτή μου ένας νεαρός, χαριτωμένος και αθλητικός· έπαιζε μάλιστα ποδόσφαιρο, κι ένα διάστημα ερχόταν με το πόδι στο γύψο, συνέπεια κάποιου αθλητικού ατυχήματος. Με δύο λόγια, έσφυζε από υγεία και χαρά, κι εγώ αναρωτιόμουν τι να τον έφερνε άραγε ως εκεί. Εν γένει προσφερόταν για ερωτικές φαντασιώσεις και τα συχνά και κολακευτικά του σχόλια για τα μαλλιά, τα ρούχα ή τα παπούτσια μου μου προκαλούσανε ευχάριστη αμηχανία. Διόλου περίεργο λοιπόν που τότε φρόντιζα να φτάνω λίγο νωρίτερα στο εβδομαδιαίο ραντεβού μου με τον ψυχαναλυτή. Το τέλος της ανάλυσής μου σήμανε βέβαια και το τέλος εκείνου του πλατωνικού και συνάμα λακανικού ειδυλλίου.
Τέλος, ήταν αυτοί που έπονταν. Άλλοτε με ανακούφιζε κι άλλοτε μου προκαλούσε αφόρητη νευρικότητα το χτύπημα του κουδουνιού που προανήγγελλε και τη λήξη της δικής μου συνεδρίας. Δεν τους θυμάμαι πια με λεπτομέρειες, μου έχει μείνει μόνο η ανάμνηση μιας σύγκρισης λίγο πολύ ευνοϊκής για μένα και για όσα θεωρούσα την περίοδο εκείνη προβλήματά μου. Πιο καθαρά θυμάμαι ωστόσο δύο ατυχήματα. Σε κάποια έκτακτη συνεδρία, πρωινή, βγαίνοντας, έπεσα πάνω στον υδραυλικό, που με χαιρέτησε χαμογελώντας και με βλέμμα μάλλον διερευνητικό και με ρώτησε «Όλα καλά;» προκαλώντας μου μια στιγμιαία ψυχική κατάρρευση. Και άλλη μια φορά, έπειτα από πενήντα λεπτά οδυνηρών προβληματισμών γύρω από τα επαγγελματικά και τα οικονομικά προβλήματά μου, συνάντησα κάποια παλιά γνωστή, που πρόλαβε μέσα σε ελάχιστα λεπτά να μου διηγηθεί πως εγκατέλειψε τη λογοτεχνική μετάφραση για να στραφεί σε άλλη σχετική αλλά πιο σταθερή και πιο προσοδοφόρα εργασία. Έτοιμη ήμουνα να κάνω πάραυτα μεταβολή και να ζητήσω μια μικρή παράταση της συνεδρίας.
Ένα χρόνο αφότου διέκοψα την ανάλυσή μου ονειρεύτηκα πως ήμουν στο ιατρείο του αναλυτή, ξαπλωμένη στο ντιβάνι· διηγιόμουν κάτι μάλλον δύσκολο και οδυνηρό, η ώρα περνούσε –εγώ κοιτούσα ένα ρολόι πάνω στο γραφείο– και ο επόμενος ασθενής δεν εμφανιζόταν. Ο αναλυτής με ενθάρρυνε να συνεχίσω, η αγωνία μου αυξανόταν, τα δευτερόλεπτα περνούσαν ανελέητα και ο επόμενος αρνιόταν να χτυπήσει το κουδούνι. Στη συνέχεια, στο όνειρό μου, συνέβησαν πολλά και αποκαλυπτικά για μένα και την προσωπικότητά μου. Αυτά, ωστόσο, είναι εκτός της ανάλυσής μου.

ΥΓ. Το κειμενάκι αυτό, σε μια λίγο διαφορετική ισπανική εκδοχή του, θα δημοσιευτεί στο περιοδικό La mujer de mi vida στις αρχές Σεπτεμβρίου και στη σελίδα με τον τίτλο Te cuento mi análisis (Σου διηγούμαι την ανάλυσή μου). Εν τω μεταξύ εγώ είμαι εξαφανισμένη από το μπλογκ διότι τριγυρίζω στο Μπουένος Άιρες, ως τουρίστρια και πάλι, ξεναγώντας τον μικρό, αγαπημένο μου αδελφό. Αύριο πρωί πρωί φεύγουμε για το Μοντεβιδέο και στην επιστροφή ελπίζω να καταφέρω να γράψω κάτι περισσότερο.
posted by Rayuela at 2:00 π.μ. 26 comments

12.8.06

Γυναικεία λογοτεχνία ή σκηνές από τη ζωή μιας γυναίκας στο Μπουένος Άιρες...

Γύρισα από τη Βραζιλία λοιπόν τραγουδώντας Mi Buenos Aires querido και Don’t cry for me Argentina. Και επέστρεψα στην παλιά μου ζωή, μπλόγκινγκ και διαδίκτυο, διάβασμα, βόλτες, εκδηλώσεις για την τέχνη, τη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση (κοντεύω να γίνω η γυναίκα της ζωής μου, αλλά αν δεν είμαι εγώ η γυναίκα της ζωής μου, τότε ποια μπορεί να είναι;).
Ένα από τα πιο όμορφα μπαρ του Μπουένος Άιρες, το γαλλικό μπαρ της πόλης, λέγεται La Cigalle, το τζιτζίκι δηλαδή, και το επισκέφθηκα αμέσως μόλις γύρισα από το Σάο Πάολο, χρειαζόμουν μάλλον μια ισχυρή δόση ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ωραίο περιβάλλον, ωραία μουσική, ωραίος και άνετος κόσμος (δεν ξέρω αν σας έχω πει πως ένα από τα πράγματα που σιχαίνομαι σ’ αυτήν τη ζωή είναι η έκφραση «χαριτωμένες φατσούλες» που κυκλοφορεί κατά κόρον στα ελληνικά λάιφ-στάιλ και ολίγον κάπως περιοδικά, κυρίως σε αυτά που διανέμονται δωρεάν. Γενικά δεν επιτρέπω σε κανέναν να με αποκαλεί όμορφη ή άσχημη φατσούλα ή φάτσα ή ό,τι άλλο σχετικό, γενικώς η έκφραση μου δίνει στα νεύρα, όπως και άλλες εμμονές των εντύπων αυτού του τύπου, για τις οποίες θα μιλήσω κάποτε, μάλλον όταν επιστρέψω στην Αθήνα, γιατί τώρα είμαι μακριά και με κατακλύζει η μεγαλοθυμία της απόστασης). Πρέπει να επισημάνω εδώ, με αφορμή το εν λόγω μπαρ και μετά τη βραζιλιάνικη εμπειρία μου, ότι το Μπουένος Άιρες ουδεμία σχέση έχει με τις υπόλοιπες πόλεις της Αργεντινής ή της Λατινικής Αμερικής. Γιατί το Μπουένος Άιρες είναι μια πόλη ευρωπαϊκή, ποτέ δεν αισθάνεσαι εδώ σαν ξένος, οι καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων θυμίζουνε πολύ Ευρώπη. Γι’ αυτό και τους porteños τούς απεχθάνονται όλοι οι υπόλοιποι λατινοαμερικάνοι, ακόμα και οι υπόλοιποι Αργεντίνοι και τους θεωρούν σνομπ, φαντασμένους και απαίσιους τύπους. Εγώ πάλι μια χαρά τα πάω μαζί τους, τους βρίσκω λίγο πιο ευγενικούς από τους Ευρωπαίους και εξαιρετικά πιο άνετους.
Μετά την επιστροφή μου λοιπόν από το Σάο Πάολο έπρεπε να γράψω εκείνο το περίφημο κείμενο για τη Γυναίκα της ζωής μου, με την οποία όπως είπα κοντεύω να ταυτιστώ, και εκεί άρχισε το πανηγύρι. Και πώς το γράφει κανείς; Στα ελληνικά ήταν η πρώτη σκέψη μου, το έγραψα λοιπόν στα ελληνικά. Και μετά το μεταφράζει στα ισπανικά, έλα όμως που δεν μου έβγαινε με τίποτα. Οπότε το δεύτερο αρχείο έμεινε στη μέση, μισό ελληνικό, μισό ισπανικό, και άνοιξα τρίτο, όπου πια προσπάθησα να γράψω το κείμενο κατευθείαν στα ισπανικά. Γράφτηκε λοιπόν το κείμενο στα ισπανικά, ψιλοαγνοώντας την προηγούμενη ελληνική εκδοχή του και τώρα πρέπει να γίνει η τρίτη επέμβαση, δηλαδή το ισπανικό κείμενο να μεταφραστεί ή να ξαναγραφτεί εξαρχής στα ελληνικά. Όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για εντελώς μπεκετική εμπειρία, γιατί κι ο έρημος ο Σάμιουελ μετέφραζε ή τέλος πάντων ξανάγραφε τα κείμενα και στη δεύτερη γλώσσα, θέμα πολύ ενδιαφέρον για μελέτη (έχω διαβάσει μια σχετική, τρομερού ενδιαφέροντος, για μεταφραστές πάντα εννοείται!). Κάποτε χρειάστηκε να μεταφράσω δύο μικρά μπεκετικά θεατρικά και ήταν εντυπωσιακό ότι κάθε φορά η γλώσσα που μου ήταν πιο εύκολη για να μεταφράσω δεν ήταν η αυτονόητη γαλλική, την οποία γνωρίζω καλύτερα, αλλά εκείνη στην οποία είχε γραφτεί πρώτα το κείμενο. Τουτέστιν, αυτό που είχε γραφτεί πρώτα στα αγγλικά από τα αγγλικά, κι αυτό που είχε γραφτεί πρώτα στα γαλλικά από τα γαλλικά. Το ίδιο μου συνέβη σε μια άλλη φάση με ένα ποίημα που πάλι είχα και τις δύο εκδοχές του, γαλλική και αγγλική, και έβαζα στοιχήματα ότι η αγγλική ήταν η πρώτη γραφή του ποιήματος, πράγμα το οποίο επιβεβαιώθηκε από τη συγγραφέα του. Ε, από τα γαλλικά δεν μπορούσα να το μεταφράσω, δεν γινόταν. Ως Μπέκετ της πλάκας λοιπόν είμαι στη φάση που πρέπει να ξαναγράψω το κείμενό μου στα ελληνικά.
Αυτόν το μήνα στο Μπουένος Άιρες όλα κινούνται γύρω από τη φωτογραφία, δηλαδή όχι όλα αλλά σχεδόν όλα, μια και λαμβάνει χώρα το Festival de la Luz και μουσεία, γκαλερί και πολιτιστικά κέντρα έχουν καταληφθεί από φωτογράφους. Και έτσι μπήκε στη ζωή μου ο έρωτας. Από τη Βραζιλία ήδη για να είμαι ειλικρινής, είχα ερωτευτεί τον Thomas Florschuetz, για τον οποίο δεν διαθέτω κανένα σοβαρό στοιχείο, θέλω να πω πώς είναι η φάτσα του, αν είναι όμορφος ή άσχημος, τι τύπος είναι, αν είναι γκέι ή αν του αρέσουν οι γυναίκες, βγάζει όμως κάτι πολύ όμορφες φωτογραφίες, στην Πινακοθήκη του Σάο Πάολο είχαν μια εξαιρετική έκθεσή του και εκεί ξεκίνησε ο έρωτας και μετά εδώ, στο προαναφερθέν Φεστιβάλ, συμπεριλαμβάνεται μια έκθεση γερμανών φωτογράφων που γίνεται στο πολιτιστικό κέντρο της Ρεκολέτα. Κι εκεί φωτογραφίες του αγαπημένου μου Τόμας, ο οποίος έχει μια εξαιρετική αίσθηση της γεωμετρίας σε ορισμένες φωτογραφίες του και μια πολύ περίεργη σχέση με τις λεπτομέρειες από ανθρώπινα σώματα (μάτια, δάχτυλα, πτυχώσεις του δέρματος σε άλλες). Εγώ έχω μια τρέλα με τη γεωμετρία, όσο θυμάμαι την είχα και στο σχολείο με το συγκεκριμένο μάθημα όπως και με τη βιολογία, που ήταν από τα αγαπημένα μου πρακτικά μαθήματα, σε αντίθεση με την άλγεβρα που με άφηνε παγερά αδιάφορη, αν και ξέρω ότι την αδικώ. Η αγάπη μου για τη γεωμετρία με οδήγησε στο δεύτερο έρωτα, τον Εδουάρδο Καρρέρα, που είχε αρχίσει σιγά σιγά να φουντώνει μέσα μου από τότε που είχα δει εκείνη τη φωτογραφία του με την πισίνα και τον καταδύτη (απίστευα γεωμετρική, σχεδόν ευκλείδειος) και δυνάμωσε όταν είδα ένα βιβλίο του σε μια έκθεση με βιβλία φωτογράφων στην οποία πήγα την προηγούμενη Παρασκευή (άλλου τύπου όμως). Το βιβλίο λέγεται Museo del amor και πείτε μου εσείς τώρα, πώς θα το μεταφράζατε; Μουσείο του έρωτα, Ερωτικό μουσείο, Μουσείο της αγάπης, ξέρω κι εγώ… Και όπου ο αγαπημένος μου Εδουάρδο είχε πορτρέτα ανθρώπων καθένας από τους οποίους του είχε διηγηθεί μια ερωτική ιστορία, την ιστορία εννοείται, και τη φωτογραφία ενός αντικειμένου που είχε για το καθένα από αυτά τα πρόσωπα έναν ιδιαίτερο συμβολισμό σε σχέση με τον εν λόγω έρωτα. Από αρκουδάκια και εισιτήρια του μετρό μέχρι διάφορα άλλα. Αυτή η ιστορία του συνδυασμού της φωτογραφίας με ιστορίες είναι εδώ αρκετά της μόδας και μου θύμισε πολύ τη συγκλονιστική Σοφί Καλ, που την είχα ανακαλύψει προ πολλών ετών στη Γαλλία και είχα όχι μόνο ενθουσιαστεί αλλά και εντελώς ταυτιστεί μαζί της. Η Σοφί Καλ είναι απίθανο πρόσωπο και εξαιρετική καλλιτέχνης και θα της άξιζε μια εντράδα ολόκληρη μόνο γι’ αυτήν, κι έτσι δεν θα την αδικήσω πετώντας δυο φρασούλες της πλάκας εδώ, εξάλλου δεν είμαι και ειδική περί της τέχνης. Α, σε εκείνη την έκθεση με τα βιβλία, μια σειρά φωτογραφιών που μου άρεσε επίσης πολύ ήταν του Τόνι Βαλντές και επρόκειτο για μια σειρά από φωτογραφίες ενός παράθυρου μπάνιου, λέω μπάνιου γιατί έτσι ακριβώς είναι το παράθυρο του μπάνιου μου εδώ, στα σίδερα του οποίου στέγνωναν κιλοτάκια διαφόρων χρωμάτων και σε διάφορες θέσεις. Επίσης πολύ γεωμετρικό και ταυτοχρόνως πολύ ερωτικό. Τώρα εσείς θα το φαντάζεστε ίσως ως μια βλακεία, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι.
Μετά λοιπόν τους δύο φωτογραφικούς έρωτες, με ανθρώπους που αγνοώ και πώς μοιάζουν, το περισσότερο που ξέρω είναι η ηλικία και οι φωτογραφίες τους, τρίτος παρ’ ολίγον έρωτας ήταν ο Ντανιέλ Λινκ. Αυτόν τον είδα και αν δεν ήμουν ενημερωμένη, θα τον ερωτευόμουν κεραυνοβόλα, διότι ο Ντανιέλ Λινκ τα έχει όλα. Είναι ωραίος και ο πιο σέξι άντρας που έχω γνωρίσει την τελευταία διετία. Είναι έξυπνος και ενδιαφέρων, αυτό φαίνεται και στο μπλογκ του, γράφει πολύ διεισδυτικά βιβλία σχετικά με τη λογοτεχνία, είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο και οι φοιτητές του τον γουστάρουν πολύ, και θα επαναλάβω ότι είναι απίστευτα, μα απίστευτα σέξι. Α, γράφει και λογοτεχνία, αλλά γι’ αυτό προς το παρόν δεν έχω γνώμη, δεν έχω δει κανένα λογοτεχνικό βιβλίο του, και τέλος πάντων, και άσχημα να έγραφε μπορεί και να του το συγχωρούσα. Είναι και καμιά σαρανταπενταριά χρονών, σε τέλεια ηλικία δηλαδή. Σε εκείνη την έκθεση με τα βιβλία και πριν πάω να του μιλήσω, τον χάζευα μέσα στο χώρο και είχα πάθει πλάκα. Είπαμε όμως πως ήμουν ενημερωμένη, διότι όλα καλά με τον αγαπητό Ντανιέλ, αλλά φευ, δεν του αρέσουν τα κορίτσια, και απ’ ό,τι φαίνεται δεν του αρέσει κανείς πλην του αγαπημένου του Σεμπαστιάν, ενός τριαντάχρονου φωτογράφου, κι αυτός καλός είναι, δεν λέω, αλλά δεν πέφτεις και ξερή όπως και να το κάνουμε. Να φανταστείτε ότι στην έκθεση είχαν ένα βιβλίο που το είχαν φτιάξει οι δυο τους και είχε τίτλο Ημερολόγιο ενός νεόνυμφου (από τον τίτλο μιας ποιητικής συλλογής του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ) και ήταν ένας συνδυασμός φωτογραφιών του Σεμπαστιάν και κειμένων του Ντανιέλ, ένα είδος ταξιδιωτικού ημερολογίου από μια παραμονή τους στη λίμνη Κόμο, μέρος κατάλληλο για γαμήλια ταξίδια απ’ ό,τι φαίνεται, αυτοί πάλι ήταν εκεί με μια υποτροφία του ιδρύματος Ροκφέλλερ…). Κάποτε βέβαια ήταν παντρεμένος, έχει και παιδιά, αλλά εμείς οι γυναίκες δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, κάνουμε μαλακίες και ιδού πού καταλήγουν κάτι τέτοιοι άντρες…
Κι έτσι όλοι οι έρωτες έχουν βυθιστεί αύτανδροι (το αύτανδρος θα γίνει η λέξη-φετίχ αυτού του μπλογκ) και εγώ συνεχίζω να περιφέρομαι μόνη στο Μπουένος Άιρες. Από αύριο όμως δεν θα είμαι πια μόνη διότι καταφθάνει ο αγαπημένος μου αδελφός, στον οποίο έχω παραγγείλει να φέρει δύο μπλουζάκια που να γράφουν el es mi hermano και ella es mi hermana (δηλαδή αυτός είναι ο αδελφός μου και αυτή είναι η αδελφή μου ελληνιστί) γιατί είμαστε και οι δύο πανέμορφοι και για να μη χαλάει ο ένας την τύχη του άλλου. Δηλαδή, εγώ εδώ δεν είχα και καμιά τρομερή τύχη μέχρι τώρα, αλλά τώρα που θα συνοδεύομαι από τον αδελφό, κανείς δεν ξέρει. Γενικά, η άφιξη του αδελφού είναι εντελώς σωστή ως προς το τάιμινγκ καθότι εγώ τις τελευταίες μέρες περνάω μια ελαφρά κρίση σε σχέση με την παραμονή μου εδώ, αλλά γι’ αυτήν την κρίση και για τα υπόλοιπα αξιοσημείωτα της προηγούμενης εβδομάδας υπάρχουν πιθανότητες να μιλήσω σε άλλη εντράδα (υπάρχουν και πιθανότητες να μη μιλήσω καθόλου). Η παρούσα ως συνήθως ξέφυγε ολίγον ως προς το μέγεθος κι εγώ έχω να πάω σε μια συναυλία στο Notorious, που είναι ένα σούπερ μπαρ όπου ακούς μουσική, δηλαδή κατ' αρχάς έχει υπολογιστές και διαλέγεις τα σιντί που θέλεις και αράζεις και τα ακούς, αν σου αρέσουν τα αγοράζεις κιόλας, και κάθε βράδυ έχει συναυλίες. Εκεί υποπτεύομαι ότι θα ξημεροβραδιάζεται ο μουσικόφιλος αδελφός.
Λοιπόν επειδή η ώρα έχει περάσει και θα αργήσω στη συναυλία, αύριο το πρωί θα προσθέσω σ’ αυτή την εντράδα καμιά φωτογραφία από τους προαναφερόμενους φωτογράφους για να διασκεδάσω ολίγον το φιλοθεάμον κοινό…
posted by Rayuela at 11:40 μ.μ. 3 comments

8.8.06

Οι Βάσκοι…

Επειδή δεν είναι σωστό να καταναλώνω ασύστολα το χώρο των σχολίων ενός από τα αγαπημένα μου μπλογκ (κάπου διάβασα την καταπληκτική ατάκα ενός τύπου, που τώρα δεν θυμάμαι ποιος ήταν, «εγώ δεν έχω κανένα ιστολόγιο, ρε φίλε, ένα μπλογκ έχω και γράφω για την πλάκα μου, και πολύ μου άρεσε!, άσχετο όμως) Gravity and the wind, όπου κατά καιρούς γίνονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις και διάφορα άλλα αξιόλογα, και επειδή η τελευταία εντράδα του cyrusgeo περί της κριτικής των μεταφράσεων χτύπησε κέντρο και όλοι γράφουμε κατεβατά στα σχόλια, λέω να γράψω εδώ κάτι που ήθελα εδώ και χρόνια να γράψω αλλά μέχρι τώρα δεν το έχω κάνει. Πριν από οκτώ χρόνια λοιπόν, βρέθηκα σε ένα συνέδριο ας πούμε μεταφραστών λογοτεχνίας στην Ισπανία και εκεί παρακολούθησα μια εισήγηση δύο Βάσκων μεταφραστών, η οποία και ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω ακούσει στη ζωή μου περί του θέματος. Πάντα ήθελα να γράψω κάτι γι’ αυτό το θέμα, αλλά επειδή είμαι μεγάλη τεμπέλα δεν ασχολήθηκα ποτέ, αλλά σήμερα λέω να γράψω γι’ αυτό, επί τη ευκαιρία. Δεν θυμάμαι τα ονόματα των ομιλητών, ίσως κάπου να βρίσκονται στα χαρτιά μου στην Αθήνα, οπότε θα τους πούμε Α. και Β. Το κείμενο που θα ακουλουθήσει είναι μεγάλο και ειδικού ενδιαφέροντος, οπότε όποιος δεν ενδιαφέρεται για τη μετάφραση, ας περιμένει επόμενη εντράδα.

Τον Νοέμβριο του 1998, στην Ταραθόνα της Ισπανίας έγινε η ετήσια συνάντηση των ισπανών μεταφραστών λογοτεχνίας που είναι γνωστή με το όνομα Jornadas de la Traducción Literaria. Η εν λόγω συνάντηση διαρκεί τέσσερις μέρες και κατά τη διάρκειά της γίνονται πολλά στρογγυλά τραπέζια περί λογοτεχνίας και μετάφρασης, συνήθως έχει έναν τιμώμενο ισπανό συγγραφέα και καλούν μεταφραστές του από διάφορες χώρες να μιλήσουν για τη δουλειά τους, επίσης γίνονται εργαστήρια μετάφρασης πολλά στρογγυλά τραπέζια με διάφορα θέματα και γενικώς διάφορα τέτοια ενδιαφέροντα και χρήσιμα για το σινάφι των μεταφραστών, για όσους τουλάχιστον ενδιαφέρονται και λίγο για τη διατύπωση κάποιου είδους στοχασμού σε σχέση με τη δουλειά τους. Επίσης απονέμονται και τα κρατικά βραβεία μετάφρασης.
Μεταξύ των εισηγήσεων που άκουσα στις Jornadas του 1998 ήταν και η εισήγηση των Α. και Β., βάσκων μεταφραστών, με θέμα την κριτική της μετάφρασης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των Α. και Β. η κριτική της μετάφρασης είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα στη Χώρα των Βάσκων, στις εφημερίδες αφιερώνονται πολύ μεγάλα άρθρα σε σχέση με την μετάφραση, εκτενείς κριτικές και το κοινό δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα. Και ας εξηγήσουμε γιατί, η γλώσσα των Βάσκων είναι μια γλώσσα που κωδικοποιείται ακόμη και που το πρώτο της γραπτό κείμενο χρονολογείται μόλις το 1545. Για τους Βάσκους που είναι εθνικιστές, ενδεχομένως και για τους Βάσκους που δεν είναι εθνικιστές, είναι πολύ σημαντική η διατήρηση της γλώσσας τους και ο εμπλουτισμός της επίσης, δεδομένου ότι έχει υποστηριχθεί πως η βασκική είναι μια γλώσσα με περιορισμένες δυνατότητες έκφρασης αφηρημένων εννοιών και ο Ουναμούνο μεταξύ άλλων είχε υποστηρίξει πως οι Βάσκοι πρέπει να εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους για να εισέλθουν στην ισπανική νεωτερικότητα. Παρ’ όλο που είμαι απολύτως αντίθετη με κάθε είδους εθνικισμό, θεωρώ ότι οι γλώσσες είναι καλό να μη χάνονται και ότι πρέπει να γίνονται προσπάθειες για τη διατήρηση και τον εμπλουτισμό τους. Το ίδιο πίστευαν και οι Βάσκοι Α. και Β. Για τους Βάσκους λοιπόν, που φυσικά όλοι διαβάζουν και καταλαβαίνουν τα καστιλιάνικα (τα ισπανικά που λέμε εμείς εδώ), είναι πολύ σημαντικό να μεταφράζονται τα σημαντικά κείμενα της λογοτεχνίας στη γλώσσα τους, ακόμη κι αν μπορούν να τα διαβάσουν στα ισπανικά. Γιατί η δουλειά του μεταφραστή συμβάλλει στον εμπλουτισμό της γλώσσας τους και στην καλύτερη κωδικοποίηση της γραπτής μορφής της. Είναι περήφανοι που έχουν μεταφρασμένο τον Φλωμπέρ ή τον Τζόυς στα βασκικά και τους ενδιαφέρει πολύ η ποιότητα αυτών των μεταφράσεων.
Τι θέλω να πω μ’ αυτά; Η μετάφραση αποτελεί έναν τρόπο εμπλουτισμού μιας γλώσσας και μιας λογοτεχνίας, ο μεταφραστής συχνά καλείται να δημιουργήσει μια νέα γλώσσα για να μεταφράσει ένα συγκεκριμένο συγγραφέα ή μια συγκεκριμένη εποχή. Το έκανε ο Σεφέρης για να μεταφράσει τον Έλλιοτ, και μετά σ’ αυτή τη γλώσσα έγραψε και τη δική του ποίηση. Σε μικρότερη κλίμακα το αντιμετωπίζει όποιος προσπαθήσει να μεταφράσει το γαλλικό 18ο αιώνα ας πούμε, ο οποίος είναι τόσο διαφορετικός από οτιδήποτε διαθέτει η ελληνική παράδοση, ώστε να πρέπει να βρει κανείς πολύ περίτεχνες γλωσσικές λύσεις για να τον μεταφράσει. Εδώ στην Αργεντινή, η Πατρίσια Ουίλσον εξέδωσε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο (για μας τους μεταφραστές, εννοείται) όπου εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώθηκαν στην αργεντίνικη λογοτεχνία οι μεταφράσεις του Μπόρχες και της Σιλβίνα Οκάμπο και πώς επηρέασαν την λογοτεχνική παραγωγή της χώρας. Αν κάποιος έχει ρίξει μια ματιά στον Φώκνερ του Μπόρχες, μπορεί να καταλάβει τι εννοώ. Ο Ρομπέρτο Αρλτ, ένας από τους ξεχωριστούς παρίες της αργεντίνικης λογοτεχνίας, εκπαιδεύτηκε στη γραφή από κακές ισπανικές μεταφράσεις της κλασικής λογοτεχνίας, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό αν μπορεί να το αξιολογήσει κανείς στις πραγματικές του διαστάσεις και δεδομένου ότι τα βιβλία του είναι εξαιρετικά από πλευράς περιεχομένου, μόνο που όλοι λένε ότι γράφει χάλια, αλλά όχι, δεν γράφει χάλια.
Η ελληνική λογοτεχνία, κατά τη γνώμη μου, έχει ανάγκη και μάλιστα πολύ μεγάλη από αυτό που μπορεί να της προσφέρει η οικειοποίηση ξένων σημαντικών λογοτεχνικών κειμένων μέσω μιας μετάφρασης που θα συμπεριλάμβανε και αυτό τον παράγοντα κατά την άσκησή της. Και φυσικά έχει ωφεληθεί πολλαπλώς από τέτοια εγχειρήματα. Θα μπορούσα να αναφερθώ εδώ στη δουλειά που έχει κάνει ο Αχιλλέας Κυριακίδης με τον Μπόρχες, παρά τα λάθη και τις αβλεψίες που πράγματι υπάρχουν, γιατί έχει δημιουργήσει ένα μπορχεσιανό ύφος στα ελληνικά, αναγνωρίσιμο από όλους μας, που με τον τρόπο του ενσωματώνεται στις εκδοχές του ελληνικού λογοτεχνικού ύφους. Δεν με ενδιαφέρει λοιπόν να κρίνω τη μετάφρασή του επισημαίνοντας τα λάθη, αλλά τη συνεισφορά του αυτή. Το ίδιο έχει κάνει ο Αλεξάνδρου με τον Ντοστογιέφσκι και γενικά με τους ρώσους συγγραφείς, και τα παραδείγματα είναι πολλά. Από την άλλη θα μπορούσα να σκεφτώ και παραδείγματα προς αποφυγή, θα αναφερθώ μόνο ενδεικτικά σε μια μετάφραση, που δεν μπορώ να ελέγξω τα λάθη ή τις παρανοήσεις της, άρα θα δεχτώ πως δεν υπάρχουν, αλλά το είδος του ύφους που κομίζει στα ελληνικά, και μάλιστα με αφορμή ένα σπουδαίο κείμενο της σύγχρονης λογοτεχνίας, μου είναι απολύτως απεχθές. Πρόκειται για τον Θάνατο του Βιργιλίου του Χέρμαν Μπροχ, σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή, την οποία εγώ θεωρώ μία από τις χειρότερες ελληνικές μεταφράσεις, ακόμα κι αν θεωρήσω δεδομένο ότι δεν έχει ούτε ένα λάθος. Αλλά η γνώμη μου επίσης είναι εντελώς προσωπική και μπορεί σε κάποιον άλλον να αρέσει. Όμως η μετάφραση όπως κάθε τέχνη έχει να κάνει και με το γούστο, δεν είναι ιατρική ας πούμε να κρίνεται αντικειμενικά εκ του αποτελέσματος, έζησε ή πέθανε ο ασθενής. Ο ασθενής, εδώ βλέπε πρωτότυπο κείμενο, σε άλλους μπορεί φαίνεται δέκα ημερών πτώμα στη μετάφρασή του και σε άλλους ολοζώντανο βλαστάρι, στο άνθος της ηλικίας του. Συμβαίνουν αυτά.
Επίσης, θέλω να πω και κάτι ακόμη. Το «ρέει ή δεν ρέει μια μετάφραση» είναι ένας τρόπος του λέγειν, θέλω να πω, και πού ξέρουμε εμείς αν ρέει ή δεν ρέει το πρωτότυπο, και αν το ρέειν είναι πάντα προτέρημα ενός κειμένου. Έχω διαβάσει εξαιρετικούς συγγραφείς στο πρωτότυπο που το κείμενό τους είχε ένα ρυθμό σαν να σκόνταφτε σε κάθε πρόταση, κι αυτό ήταν το ύφος τους και η γοητεία της γραφής τους, γιατί θα έπρεπε να τους κάνει ρέοντες ο μεταφραστής τους; Ούτε ωραιοποιεί ο μεταφραστής, η δουλειά του είναι δημιουργική και θα μπορούσε να θεωρηθεί τέχνη (με την έννοια του art), αν και μια τέχνη εξαρτημένη, αλλά δεν κάνει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, ούτε ο στόχος του είναι να φτιάξει ένα ωραίο κείμενο, αφήστε που πολύ συχνά μπερδεύουμε την έννοια του ωραίου με την καλλιέπεια που μας διδάσκανε στο σχολείο στο μάθημα της έκθεσης (πάλι το σχολείο και τα λάθος πράγματα που μας έμαθε!). Το ωραίο κείμενο δεν έχει απαραίτητα ούτε περίεργες λέξεις ούτε κοσμητικά επίθετα. Μου έχει τύχει να επιμεληθώ μετάφραση όπου η μεταφράστρια είχε αποφασίσει ότι ο συγγραφέας δεν ήξερε καλά τη δουλειά του κι έτσι όπου έβλεπε επανάληψη λέξης τη μετέφραζε με διαφορετικά συνώνυμα (θυμάστε τη δασκάλα σας στο σχολείο, δεν είναι καλό να επαναλαμβάνουμε πολλές φορές την ίδια λέξη στις εκθέσεις) και είχε αλλάξει το κοφτό ύφος του συγγραφέα, του τύπου: «μπήκε στο δωμάτιο η Χ. Μακριά ξανθά μαλλιά. Γαλάζια μάτια. Μεγάλα βυζιά» σε «στο δωμάτιο μπήκε η Χ, η οποία είχε όμορφα μακριά ξανθά μαλλιά, εκφραστικά γαλανά μάτια και μεγάλο στήθος». Ωραιότατη πρόταση δεν λέω, αλλά αυτό δεν είναι μετάφραση. Προς τιμήν της, μετά τη συγκεκριμένη δουλειά η μεταφράστρια αποφάσισε πως δεν της αρέσει καθόλου η λογοτεχνική μετάφραση ως επάγγελμα και δήλωσε πως δεν θα το ξανακάνει. Ελπίζω να το τηρεί, ή τουλάχιστον να έμαθε κάτι παραπάνω σχετικά με τη μετάφραση, γιατί εμένα μου βγήκε το λάδι για να επαναφέρω το κείμενο στην κανονική μορφή του.
Η κριτική και η θεωρία της μετάφρασης έχουν κι άλλες πολύ ενδιαφέρουσες και σημαντικές πλευρές, μία από αυτές είναι και το θέμα της πιστότητας, και υπάρχουν οι περίφημοι sourciers (πηγολάτρες), δηλαδή αυτοί που πιστεύουν στην πρωτοκαθεδρία της γλώσσας-πηγή και ότι πρέπει να είναι κανείς πιστός στο πρωτότυπο και να αφήνει ακόμη και να διαφαίνεται η ξενότητά του, και οι ciblistes (στοχολάτρες), αυτοί που πιστεύουν στην πρωτοκαθεδρία της γλώσσας-στόχου, δηλαδή προκρίνουν μια ρέουσα μετάφραση που να φαίνεται σαν να είναι γραμμένη στη γλώσσα του μεταφράσματος. Και τα δύο είναι δύο απόλυτες θεωρητικές θέσεις, στην πράξη εμείς οι μεταφραστές πάντα κάνουμε κάτι που βρίσκεται ανάμεσα, είτε πιο κοντά στο ένα είτε πιο κοντά στο άλλο.
Στην Ελλάδα δεν υφίσταται κριτική μετάφρασης, εξάλλου είναι σπάνια και η κριτική γενικότερα. Βασικά, υπάρχουν μόνο κάτι ξεφτιλίσματα κάποιων κακών μεταφράσεων, που με επιχειρήματα ξετινάζουν κάποια κακή μετάφραση, και μετά οι αναφορές του τύπου «διέσωσε τους χυμούς του πρωτοτύπου», «ρέουσα και απολαυστική μετάφραση», «δύσκαμπτο ελληνικό κείμενο με πολλά προβλήματα», που όταν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, πράγμα που δεν συμβαίνει πάντα, καθοδηγούν τον μέσο αναγνώστη, που αυτό λογικά είναι και το ζητούμενό του, να διαβάσει ή να μη διαβάσει ένα βιβλίο. Ιδού ένα παράδειγμα της μιας μορφής κριτικής, και μάλιστα για κείμενα σχετικά με τη μετάφραση: «το ένα είναι του Antoin Berman, επιγράφεται Η μετάφραση και οι λόγοι της και μεταφράζεται σε λαγαρά ελληνικά από τον Βαγγέλη Μπιτσώρη. Το άλλο, του Jean-Rene Ladmiral, τιτλοφορείται Πηγολάτρες ή Στοχολάτρες και το γύρισαν στη γλώσσα μας με έντιμη επιμέλεια η Κατερίνα Κολλέτ και ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς». Ένα δείγμα της άλλης εκδοχής, μπορείτε να δείτε εδώ.

Πολλά θέματα προκύπτουν σχετικά, και πολύ θα ήθελα να γράψω και κάτι περί κριτικών, αλλά θα γίνει τέρας αυτή η εντράδα, οπότε σταματώ εδώ και επιφυλάσσομαι για άλλη μέρα που θα έχω κέφια. Μια κουβέντα μόνο, η αναφορά συγκεκριμένων παραδειγμάτων παραπάνω, σημαίνει μεταξύ άλλων και ότι δεν φοβόμαστε να πούμε τη γνώμη μας περί συγκεκριμένων προσώπων και πραγμάτων, δηλαδή να κάνουμε κριτική.
posted by Rayuela at 7:15 μ.μ. 20 comments

7.8.06

Βραζιλία…

Λοιπόν θα ήθελα να έχω πάει στη Βραζιλία πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια περίπου, να είμαι δηλαδή γύρω στα 25, και βέβαια να μην έχω πάει στο Σάο Πάολο, αλλά στο Ρίο ή στην Μπαΐα, να μην είμαι μόνη μου αλλά με κανένα φίλο ή φίλη, και να γυρίζω στις παραλίες, να πίνω χυμούς και καϊπιρίνιες, να φτιάχνομαι αλλά με μέτρο (τι λέω, με διαβάζει κι η μαμά μου!) και να ακούω σάμπα και διάφορα άλλα τέτοια χορευτικά, και πού και πού να ξεπερνάω τις αναστολές μου, να ξεχνάω τη γνωστή μου αδεξιότητα στο χορό και να ρίχνω και καμιά στροφή. Να γνωρίζω ωραίους μιγάδες και να χαζολογάω γενικώς μες στην κραιπάλη και την ευδαιμονία…

Αυτή ακριβώς είναι η Βραζιλία που δεν είδα!

Πλην όμως, φευ… Στη Βραζιλία βρέθηκα σε απόσταση αναπνοής από τα σαράντα, προσκεκλημένη από μια φίλη που γνώρισα στο Μπουένος Άιρες, η οποία έχει την ηλικία της μαμάς μου περίπου, λίγο αίμα από indios στις φλέβες της, είναι μεταφράστρια και δουλεύει σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, και μένει δυστυχώς στο Σάο Πάολο… Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έπεσα και στο χειρότερο καιρό που μπορεί να συναντήσει κανείς στο Σάο Πάολο… Με δυο λόγια, κάθε βραζιλιάνικη φαντασίωση βυθίστηκε αύτανδρος (ναι, ακριβώς αυτό θέλω να πω, αύτανδρος) σε κλάσματα δευτερολέπτου…
Τι συμβατικό και αντισυμβατικό ταξίδι λοιπόν, βρέθηκα να περιφέρομαι κάτω από τη βροχή ή την ακόμα εκνευριστικότερη garrúa, ένα γαμημένο ψιλόβροχο, που είναι λες και σε φτύνει ο Θεός, διακριτικά όμως, πολύ διακριτικά…

Το Σάο Πάολο από ψηλά

Βέβαια, προηγήθηκε το ηρωικό μου ταξίδι, διότι αποφάσισα να πάω μέχρι το Σάο Πάολο με το λεωφορείο, τουτέστιν 32 ώρες ταξίδι, και να γυρίσω ομοίως, άλλες 32. Αυτό όμως δεν το μετάνιωσα, κατ’ αρχάς είχα την ευκαιρία να διασχίσω ένα μεγάλο μέρος της Αργεντινής κι άλλο τόσο περίπου της Βραζιλίας, μισοξαπλωμένη στο κάθισμα του λεωφορείου, τυλιγμένη σε καρό κουβερτάκι, και να χαζεύω από το παράθυρο ενώ ταυτοχρόνως διάβαζα… Μεγάλη απόλαυση το διάβασμα στο ταξίδι, εγώ τελείωσα τρία βιβλία κι έχω αφήσει άλλο ένα μισό… το δε πρώτο που διάβασα είναι και 550 σελίδες και πολύ το ευχαριστήθηκα. Το ταξίδι λοιπόν ήταν σαν να βρίσκεσαι σε κινούμενο σανατόριο, πράγμα που εμένα ανέκαθεν αποτελούσε μία από τις φαντασιώσεις μου, το σανατόριο εννοώ, διότι είμαι ρομαντική ψυχή και επίσης θεωρώ ότι γενικώς τα νοσοκομεία προσφέρονται για διάβασμα, όπως και οι τουαλέτες, αλλά αυτό δεν χρειάζεται να το φαντασιώνει κανείς, είναι εύκολο. Επίσης στο ταξίδι μάς ταΐζανε, φαγητό που ήταν μόνο λίγο χειρότερο από αυτό που προσφέρει η Αλιτάλια, αν και δεν είμαι τόσο σίγουρη, μας προσφέρανε ουίσκυ και σαμπάνια (!), και τις δύο φορές που φάγαμε στο εστιατόριο της εταιρείας, κάπου στη μέση του ταξιδιού, ήταν μια χαρά το φαγητό, καλύτερο από της Ιμπέρια…
Έτσι λοιπόν, αν δεν αλλάξει τίποτα στο μέλλον, θα έχω να λέω ότι έχω πάει στη Βραζιλία, πράγμα που όπως και να το κάνουμε κάνει μια άλφα εντύπωση, και θα μου μείνουν οι καλές αναμνήσεις από τη φίλη μου την Ελοΐζα και τα παιδιά της και κάποιους φίλους της που γνώρισα, μερικά σιντί βραζιλιάνικης μουσικής και κάτι επισκέψεις σε πινακοθήκες και μουσεία. Α, και η γεύση της βραζιλιάνικης μπανάνας, που με το πού την έβαλα στο στόμα μου, ξέχασα ό,τι ήξερα από μπανάνες, και ακόμη μπορώ να επαναφέρω τη γεύση με απόλυτη ακρίβεια, και φυσικά οι ωραίες καϊπιρίνιες, που τις ψιλοτσάκισα, έτρωγα με καϊπιρίνιες, πήγαμε μάλιστα σε ένα καταπληκτικό μαγαζί, πολύ παλιό, με φωτογραφίες ποδοσφαιριστών στους τοίχους, που είχε 120 διαφορετικά είδη κασάσα, απ’ όλα τα μέρη της Βραζιλίας, με αρωματικά βότανα, αφροδισιακό, πιο γλυκό, πιο πικρό, ό,τι βάλει ο νους σου…

Το Σάο Πάολο ως γενική εικόνα είναι άσχημο, χαοτικό, τεράστιο βέβαια, αν σκεφτεί κανείς ότι η ευρύτερη περιοχή του έχει πληθυσμό όσο δύο Ελλάδες και κάτι παραπάνω, έχει βέβαια κάποια πανέμορφα κτίρια, οι βραζιλιάνοι αρχιτέκτονες είναι διάσημοι, και ο μοντερνισμός εδώ έχει δώσει αριστουργήματα. Αλλά η γενική εικόνα είναι ψιλοχάλια, παρ’ όλο που το σπίτι της φίλης μου είχε μια υπέροχη θέα, ήταν στον 19ο όροφο, και από το μπαλκόνι της τραπεζαρίας της έβλεπες την πόλη να απλώνεται μπροστά σου και το μάτι έφτανε μέχρι τα βουνά. Όλα τα λεφτά…
Και οι Βραζιλιάνοι ως γενική εικόνα άσχημοι μου φάνηκαν, το είδος απαντάται σε όλα τα χρώματα και τα μεγέθη, από ξανθούς ψηλούς γαλανομάτηδες μέχρι κατάμαυρους και με όλα τα ενδιάμεσα στάδια. Είναι λοιπόν σε γενικές γραμμές άσχημοι, αλλά εκεί που πήζει το μάτι στην ασχήμια, συναντάς διάφορες ενδιαφέρουσες φάτσες και ενίοτε κάτι θαύματα της φύσεως, ικανά να καταρρίψουν σε δευτερόλεπτα κάθε θεωρία περί καθαρότητας των φυλών και άλλες τέτοιες κουταμάρες…
Επίσης σε αντίθεση με το Μπουένος Άιρες, που είναι μια πόλη ευρωπαϊκού στυλ, με καταπληκτική πολεοδομία και πολύ εύκολη να τη γνωρίσεις, το Σάο Πάολο είναι το απόλυτο χάος, βλέπεις το χάρτη, λες «α, τι ωραία, θα πάω πρώτα εκεί και μετά θα περπατήσω ως εκεί» και οι φίλοι σε κοιτάνε με οίκτο και σου επισημάνουν ότι η απόσταση είναι περίπου δέκα χιλιόμετρα. Επίσης δεν έχει σχεδόν πουθενά μπαρ και καφενεία και τέτοια πράγματα, πράγμα που με οδήγησε πολλές φορές στην απόλυτη απελπισία εκεί που περπατούσα μέσα στη βροχή και ονειρευόμουν ένα όμορφο καφενείο να αράξω λιγάκι, τίποτα, κάτι αηδίες που παίρνεις έναν καφέ στο χέρι και στα όρθια, και μη φανταστείτε τίποτα κυριλέ ιταλικού τύπου, κάτι απαράδεκτα της συμφοράς ήταν.
Οπότε κι εγώ το έριξα στις εκθέσεις και στα μουσεία, είδα ό,τι πρόλαβα, την Πινακοθήκη, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, μια έκθεση βραζιλιάνικου design στο κτήριο Oca, που το έχει φτιάξει ο περίφημος Oscar Niemeyer, που πολύ θα ήθελα να αγοράσω ένα καταπληκτικό βιβλίο γι’ αυτόν και να το χαρίσω στη φίλη μου την Τόνια, αλλά ήταν ασήκωτο… Είδα μια πολύ γλυκιά έκθεση για τον Santos Dumont, που για τους Βραζιλιάνους τουλάχιστον είναι ο πρόδρομος της αεροπλοΐας, ήταν ένας κοντούλης, τρομερός δανδής, πάντα ντυμένος σούπερ σικ και ποτέ ασκεπής, έφτιαχνε κάτι απίθανες πτητικές μηχανές τρομερού γούστου και αυτοκτόνησε το 1932, ταλαιπωρημένος από ολική σκλήρυνση και πληγωμένος από την πολεμική χρήση των αεροπλάνων. Το τελευταίο και αγαπημένο του μοντέλο το έλεγε Demoiselle, και είχε δημοσιεύσει τα σχέδια σε κάποιο περιοδικό, υποθέτω, και έτσι όποιος ήθελε μπορούσε να τα ακολουθήσει και να φτιάξει τη δική του Demoiselle. Και η έκθεση ήταν τέλεια στημένη, και μαζί με αυτήν στον ίδιο χώρο είδα και μια έκθεση του Eolo Maia… Στη Βραζιλία κυκλοφορούν πολύ διάφορα τέτοια ονόματα όπως Ήλιος και Αίολος…
Όχι, μωρέ, δεν θέλω να γκρινιάξω, η Βραζιλία έχει πολύ ενδιαφέρουσα τέχνη και αρχιτεκτονική. Έμαθα διάφορα καινούργια πράγματα, όπως ότι το Σάο Πάολο έχει μια ισχυρή συριολιβανέζικη κοινότητα με εμφανείς επιρροές στην κουζίνα του (παρεμπιπτόντως, και στην Αργεντινή και στη Βραζιλία, εβραίοι και συριολιβανέζοι έχουν τις καλύτερες σχέσεις), καθώς και μεγάλη γιαπωνέζικη κοινότητα. Γενικώς τα περισσότερα εστιατόρια του Σάο Πάολο είναι ή γιαπωνέζικα ή συριολιβανέζικα-αιγυπτιακά κτλ. ή ιταλικά. Παρεμπιπτόντως και πάλι, τόσο η Αργεντινή όσο και η Βραζιλία έχουν τη δική τους εκδοχή πίτσας για την οποία περηφανεύονται ιδιαιτέρως. Επίσης έμαθα ότι στα πορτογαλικά Pessoa σημαίνει πρόσωπο, κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ αλλά μου φάνηκε τέλειο, για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τον Φερνάρντο Πεσσόα δηλαδή.
Τι άλλο; Έκανα μια μικρή συλλογή από πακέτα τσιγάρων, διότι στη Βραζιλία η αντικαπνιστική εκστρατεία είναι πιο προχωρημένη και βάζει και φωτογραφία κάτω από τις γνωστές απειλές (υποθέτω και επειδή πολλοί είναι αναλφάβητοι), οπότε έχω ένα πακέτο με ένα έμβρυο σε γυάλα (το κάπνισμα προκαλεί διακοπή κύησης), έναν τύπο στο νοσοκομείο με σωληνάκια (καρκίνο του λάρυγγα) κι ένα για τη σεξουαλική ανικανότητα (δεν σας λέω τι έχει, περιμένω ιδέες, πώς το φαντάζεστε;).
Τελικά, δεν πέρασα και άσχημα, αλλά όπως και να ’χει μακριά από κάθε βραζιλιάνικη φαντασίωση… Τώρα τα γράφω αυτά και ακούω τα δισκάκια μου, αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή Joao Donato και Lugar Comum...
Και προσπαθώ να μικρύνω λίγο τις φωτογραφίες που τράβηξα εκεί, κάποια στιγμή το είχα κάνει, αλλά τώρα πάλι δεν το βρίσκω, οπότε, φωτό μόνο δύο και από το ίντερνετ.
posted by Rayuela at 11:34 π.μ. 13 comments

3.8.06

Συνέβη στη γειτονιά μας…

Αν βέβαια νοείται η έννοια γειτονιά σ’ αυτό το χάος που είναι το διαδίκτυο και το μικρότερο χάος που είναι ο χώρος των διαδικτυακών ημερολογίων, των ιστολογίων ή επί το αγγλικότερον μπλογκ. Κι αν θεωρήσουμε πως εν προκειμένω η έννοια της γειτονιάς ταυτίζεται με τη γλώσσα, άσχετα με το πού βρίσκεται ο καθένας μας…
Πέρα λοιπόν από τον πόλεμο, που επίσης συνέβη στη γειτονιά μας, τη γεωγραφική αυτή τη φορά, στην ελληνική γειτονιά των ιστολογίων έλαβε χώρα μες στον Ιούλιο η Α΄ Ιστοσυνάντηση ποιητικής μετάφρασης. Ο Π. και ο cyrusgeo, οι οικοδεσπότες, διάλεξαν τέσσερα ποιήματα, των Ben Jonson, John Keats, Christina Rossetti και e. e. cummings, και τους εξίσου ποιητικούς στίχους ενός τραγουδιού του Tom Waits και κάλεσαν τους επισκέπτες τους να τα μεταφράσουν.
Η ιδέα ήταν πολύ καλή, η επιλογή των ποιημάτων εξαιρετική και οι συμμετοχές αρκετές και ενδιαφέρουσες. Προσωπικά, συμμετείχα με μια μετάφραση, στο πρώτο ποίημα, και αρκετά σχόλια μέχρι το ποίημα της Rossetti, έτσι κι αλλιώς από την αρχή είχα δηλώσει πως δεν θα μεταφράσω, κι όταν μετάφρασα το έκανα αφού είχα διαβάσει τις μεταφράσεις που είχαν ήδη κατατεθεί, άρα ολίγον κλέπτοντας… Μετά με πήρε το ρεύμα άλλης μετάφρασης, επαγγελματικής, και μετά ταξίδεψα, οπότε ούτε άλλες μεταφράσεις ούτε σχόλια.
Έτσι, εδώ θα γράψω κάποιες σκέψεις με αφορμή όλο αυτό το εγχείρημα.
Από την αρχή το είπα, η ιδέα μού φάνηκε καταπληκτική, οτιδήποτε μπορεί να μας ωθεί σε κάποιου είδους δημιουργική συμμετοχή μού φαίνεται ωραίο και ένας τρόπος αξιοποίησης των δυνατοτήτων της διά διαδικτύου επικοινωνίας. Δεν θα πω παραπάνω λοιπόν γι’ αυτό.
Το επάγγελμά μας, ημών των μεταφραστών, έχει πολλά θετικά και πολλά αρνητικά. Ένα από τα θετικά είναι ότι αυτό που κάνουμε ενδιαφέρει περισσότερους ανθρώπους και όχι μόνο το σινάφι μας. Έτσι, μιλάμε συχνά γι’ αυτά που αγαπάμε με ανθρώπους που ασχολούνται με εντελώς διαφορετικά πράγματα. Δεν παθαίνουμε βέβαια αυτό που παθαίνουν οι γιατροί, ας πούμε, που όταν βρεθούν σε μια συντροφιά συχνά δέχονται καταιγισμό ερωτήσεων για ασθένειες και συμπτώματα. Αντίθετα μάλιστα, πολλές φορές η δουλειά μας θεωρείται εύκολη, όλοι πιστεύουν πως μπορούν να την κάνουν, κυρίως όταν πρόκειται για τα αγγλικά (διότι όλοι σχεδόν είναι απολύτως βέβαιοι ότι ξέρουν πολύ καλά αγγλικά) και απλώς δεν την κάνουν όλοι επειδή έχουν μάθει να κάνουν κάτι καλύτερο ή επειδή η μετάφραση είναι βαρετή. Έτσι κι αλλιώς, το επάγγελμα του μεταφραστή είναι εντελώς ανοιχτό, δεν απαιτεί ούτε συγκεκριμένα πτυχία ούτε κάποια εξειδίκευση, αρκεί να αποδείξει κανείς ότι μπορεί να το κάνει καλά, για να εισέλθει σε αυτό (μερικές φορές δεν υφίσταται ούτε καν αυτή η προϋπόθεση, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα). Λόγω επαγγέλματος λοιπόν, για μένα, και ενδεχομένως για τους συμμετέχοντες, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια αυτού του εγχειρήματος ήταν ο σχολιασμός των μεταφράσεων και η ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις λύσεις που επέλεξε ο καθένας. Η μετάφραση ενός κειμένου, κυρίως δε λογοτεχνικού, είναι ανοιχτή σε πολλές και διαφορετικές λύσεις, και στην πραγματικότητα αυτό που απαιτείται από ένα συνειδητό μεταφραστή είναι να μπορεί να υποστηρίξει τη δική του λύση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αρνείται ή απορρίπτει τις λύσεις των άλλων, αν και μερικές φορές απορρίπτει επίσης, γιατί όσο μεγάλη κι αν είναι η γκάμα των επιλογών και των λύσεων, δεν είναι απεριόριστη, και επιπλέον ο καθένας έχει τα γούστα του, αυτά που του αρέσουν κι αυτά που δεν του αρέσουν.
Έχοντας παίξει και τους δύο ρόλους, και της μαθήτριας και της δασκάλας, σε τάξεις λογοτεχνικής μετάφρασης, ξέρω πολύ καλά πόσο παραγωγικό και ενδιαφέρον μπορεί να είναι το να σχολιάζεις και να αξιολογείς τις μεταφράσεις μιας ομάδας. Όχι, για να βρεις απαραίτητα την καλύτερη, αλλά για να επικροτήσεις λύσεις, να εξηγήσεις παρανοήσεις, να θέσεις ζητήματα ύφους κτλ.
Εξαιτίας λοιπόν και της διδακτικής εμπειρίας, αισθάνομαι τώρα πως ίσως κάποιες φορές το ύφος των σχολίων μου να ήταν δασκαλίστικο, ωστόσο δεν είχα καθόλου τέτοια πρόθεση. Επίσης ίσως να είπα πολύ απότομα στην αρχή ότι δεν έχει νόημα να αλληλοσυγχαιρόμαστε και να λέμε τι ωραίο που το έκανες ο ένας στον άλλον. Και αυτό είναι κάτι που εξακολουθώ να υποστηρίζω. Αν έχει νόημα ένα τέτοιου τύπου εγχείρημα είναι για να ανταλλάσσονται απόψεις, για να γίνεται κριτική, που πάντοτε έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη μετάφραση και προφανώς όχι με τους ανθρώπους (εξάλλου, ως επί το πλείστον δεν γνωριζόμαστε καν), για να βγούμε πραγματικά προς τα έξω, να συνομιλήσουμε με τους άλλους.
Τέλος, τα τελευταία σχόλια του cyrusgeo εμένα μου θύμισαν ένα ποίημα του Εμπειρίκου, που τώρα δεν το έχω πρόχειρο, και λέει περίπου τα εξής: σε μια πόλη γινόταν πόλεμος, κι ένας ποδηλάτης σε όλη τη διάρκεια του πολέμου ποδηλατούσε με μανία προσπαθώντας να γίνεται κατά το δυνατόν καλύτερος. Χάρη σ’ αυτό, αλλά δεν θυμάμαι πώς, ο πόλεμος έληξε προς όφελος της πόλης και ο δήμαρχος θέλοντας να τιμήσει τον ποδηλάτη τού πρόσφερε ένα ολοκαίνουργιο ποδήλατο, εκείνος όμως αρνήθηκε και ζήτησε να παντρευτεί τη νέα και ωραία γυναίκα του δημάρχου. Δεν θυμάμαι καθόλου τι γίνεται παρακάτω, αλλά μου αρέσει η ανατρεπτική παρουσία του ποδηλάτη σε αυτό το ποίημα.Τελειώνοντας ετούτη την εντράδα (ποστ ισπανιστί, για όσους δεν το έχουν ξαναδεί στο μπλογκ μου) θα ήθελα να συγχαρώ και τους οικοδεσπότες και όλους τους συμμετέχοντες στην πρώτη ιστοσυνάντηση ποιητικής μετάφρασης και να πω ότι περιμένω τη δεύτερη το χειμώνα. Με καινούργια ποιήματα, πολλά σχόλια και ανταλλαγή απόψεων.
ΥΓ1. Για τον cummings, πράγματι δεν είχα πολλά σχόλια, θεωρώ το ποίημα πάρα πολύ δύσκολο να μεταφραστεί και κάθε προσπάθεια, σχεδόν ηρωική. Για τον Tom Waits, αντιθέτως, πάρα πολλά, κυρίως γιατί νομίζω πως το κυριότερο που θα έπρεπε να λάβει κανείς υπόψη του είναι ότι πρόκειται για τραγούδι, όχι για ποίημα, και να το φανταστεί να τραγουδιέται στα ελληνικά.
ΥΓ2. Σύντομα θα ακολουθήσει νέο ποστ με τα νέα μου από το Σάο Πάολο, άντε, γιατί πολύ κουλτουριάρικο και λογοτεχνικό το κάναμε το μαγαζί...
posted by Rayuela at 1:29 μ.μ. 10 comments