el arte de la fuga

8.8.06

Οι Βάσκοι…

Επειδή δεν είναι σωστό να καταναλώνω ασύστολα το χώρο των σχολίων ενός από τα αγαπημένα μου μπλογκ (κάπου διάβασα την καταπληκτική ατάκα ενός τύπου, που τώρα δεν θυμάμαι ποιος ήταν, «εγώ δεν έχω κανένα ιστολόγιο, ρε φίλε, ένα μπλογκ έχω και γράφω για την πλάκα μου, και πολύ μου άρεσε!, άσχετο όμως) Gravity and the wind, όπου κατά καιρούς γίνονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις και διάφορα άλλα αξιόλογα, και επειδή η τελευταία εντράδα του cyrusgeo περί της κριτικής των μεταφράσεων χτύπησε κέντρο και όλοι γράφουμε κατεβατά στα σχόλια, λέω να γράψω εδώ κάτι που ήθελα εδώ και χρόνια να γράψω αλλά μέχρι τώρα δεν το έχω κάνει. Πριν από οκτώ χρόνια λοιπόν, βρέθηκα σε ένα συνέδριο ας πούμε μεταφραστών λογοτεχνίας στην Ισπανία και εκεί παρακολούθησα μια εισήγηση δύο Βάσκων μεταφραστών, η οποία και ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω ακούσει στη ζωή μου περί του θέματος. Πάντα ήθελα να γράψω κάτι γι’ αυτό το θέμα, αλλά επειδή είμαι μεγάλη τεμπέλα δεν ασχολήθηκα ποτέ, αλλά σήμερα λέω να γράψω γι’ αυτό, επί τη ευκαιρία. Δεν θυμάμαι τα ονόματα των ομιλητών, ίσως κάπου να βρίσκονται στα χαρτιά μου στην Αθήνα, οπότε θα τους πούμε Α. και Β. Το κείμενο που θα ακουλουθήσει είναι μεγάλο και ειδικού ενδιαφέροντος, οπότε όποιος δεν ενδιαφέρεται για τη μετάφραση, ας περιμένει επόμενη εντράδα.

Τον Νοέμβριο του 1998, στην Ταραθόνα της Ισπανίας έγινε η ετήσια συνάντηση των ισπανών μεταφραστών λογοτεχνίας που είναι γνωστή με το όνομα Jornadas de la Traducción Literaria. Η εν λόγω συνάντηση διαρκεί τέσσερις μέρες και κατά τη διάρκειά της γίνονται πολλά στρογγυλά τραπέζια περί λογοτεχνίας και μετάφρασης, συνήθως έχει έναν τιμώμενο ισπανό συγγραφέα και καλούν μεταφραστές του από διάφορες χώρες να μιλήσουν για τη δουλειά τους, επίσης γίνονται εργαστήρια μετάφρασης πολλά στρογγυλά τραπέζια με διάφορα θέματα και γενικώς διάφορα τέτοια ενδιαφέροντα και χρήσιμα για το σινάφι των μεταφραστών, για όσους τουλάχιστον ενδιαφέρονται και λίγο για τη διατύπωση κάποιου είδους στοχασμού σε σχέση με τη δουλειά τους. Επίσης απονέμονται και τα κρατικά βραβεία μετάφρασης.
Μεταξύ των εισηγήσεων που άκουσα στις Jornadas του 1998 ήταν και η εισήγηση των Α. και Β., βάσκων μεταφραστών, με θέμα την κριτική της μετάφρασης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των Α. και Β. η κριτική της μετάφρασης είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα στη Χώρα των Βάσκων, στις εφημερίδες αφιερώνονται πολύ μεγάλα άρθρα σε σχέση με την μετάφραση, εκτενείς κριτικές και το κοινό δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα. Και ας εξηγήσουμε γιατί, η γλώσσα των Βάσκων είναι μια γλώσσα που κωδικοποιείται ακόμη και που το πρώτο της γραπτό κείμενο χρονολογείται μόλις το 1545. Για τους Βάσκους που είναι εθνικιστές, ενδεχομένως και για τους Βάσκους που δεν είναι εθνικιστές, είναι πολύ σημαντική η διατήρηση της γλώσσας τους και ο εμπλουτισμός της επίσης, δεδομένου ότι έχει υποστηριχθεί πως η βασκική είναι μια γλώσσα με περιορισμένες δυνατότητες έκφρασης αφηρημένων εννοιών και ο Ουναμούνο μεταξύ άλλων είχε υποστηρίξει πως οι Βάσκοι πρέπει να εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους για να εισέλθουν στην ισπανική νεωτερικότητα. Παρ’ όλο που είμαι απολύτως αντίθετη με κάθε είδους εθνικισμό, θεωρώ ότι οι γλώσσες είναι καλό να μη χάνονται και ότι πρέπει να γίνονται προσπάθειες για τη διατήρηση και τον εμπλουτισμό τους. Το ίδιο πίστευαν και οι Βάσκοι Α. και Β. Για τους Βάσκους λοιπόν, που φυσικά όλοι διαβάζουν και καταλαβαίνουν τα καστιλιάνικα (τα ισπανικά που λέμε εμείς εδώ), είναι πολύ σημαντικό να μεταφράζονται τα σημαντικά κείμενα της λογοτεχνίας στη γλώσσα τους, ακόμη κι αν μπορούν να τα διαβάσουν στα ισπανικά. Γιατί η δουλειά του μεταφραστή συμβάλλει στον εμπλουτισμό της γλώσσας τους και στην καλύτερη κωδικοποίηση της γραπτής μορφής της. Είναι περήφανοι που έχουν μεταφρασμένο τον Φλωμπέρ ή τον Τζόυς στα βασκικά και τους ενδιαφέρει πολύ η ποιότητα αυτών των μεταφράσεων.
Τι θέλω να πω μ’ αυτά; Η μετάφραση αποτελεί έναν τρόπο εμπλουτισμού μιας γλώσσας και μιας λογοτεχνίας, ο μεταφραστής συχνά καλείται να δημιουργήσει μια νέα γλώσσα για να μεταφράσει ένα συγκεκριμένο συγγραφέα ή μια συγκεκριμένη εποχή. Το έκανε ο Σεφέρης για να μεταφράσει τον Έλλιοτ, και μετά σ’ αυτή τη γλώσσα έγραψε και τη δική του ποίηση. Σε μικρότερη κλίμακα το αντιμετωπίζει όποιος προσπαθήσει να μεταφράσει το γαλλικό 18ο αιώνα ας πούμε, ο οποίος είναι τόσο διαφορετικός από οτιδήποτε διαθέτει η ελληνική παράδοση, ώστε να πρέπει να βρει κανείς πολύ περίτεχνες γλωσσικές λύσεις για να τον μεταφράσει. Εδώ στην Αργεντινή, η Πατρίσια Ουίλσον εξέδωσε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο (για μας τους μεταφραστές, εννοείται) όπου εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώθηκαν στην αργεντίνικη λογοτεχνία οι μεταφράσεις του Μπόρχες και της Σιλβίνα Οκάμπο και πώς επηρέασαν την λογοτεχνική παραγωγή της χώρας. Αν κάποιος έχει ρίξει μια ματιά στον Φώκνερ του Μπόρχες, μπορεί να καταλάβει τι εννοώ. Ο Ρομπέρτο Αρλτ, ένας από τους ξεχωριστούς παρίες της αργεντίνικης λογοτεχνίας, εκπαιδεύτηκε στη γραφή από κακές ισπανικές μεταφράσεις της κλασικής λογοτεχνίας, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό αν μπορεί να το αξιολογήσει κανείς στις πραγματικές του διαστάσεις και δεδομένου ότι τα βιβλία του είναι εξαιρετικά από πλευράς περιεχομένου, μόνο που όλοι λένε ότι γράφει χάλια, αλλά όχι, δεν γράφει χάλια.
Η ελληνική λογοτεχνία, κατά τη γνώμη μου, έχει ανάγκη και μάλιστα πολύ μεγάλη από αυτό που μπορεί να της προσφέρει η οικειοποίηση ξένων σημαντικών λογοτεχνικών κειμένων μέσω μιας μετάφρασης που θα συμπεριλάμβανε και αυτό τον παράγοντα κατά την άσκησή της. Και φυσικά έχει ωφεληθεί πολλαπλώς από τέτοια εγχειρήματα. Θα μπορούσα να αναφερθώ εδώ στη δουλειά που έχει κάνει ο Αχιλλέας Κυριακίδης με τον Μπόρχες, παρά τα λάθη και τις αβλεψίες που πράγματι υπάρχουν, γιατί έχει δημιουργήσει ένα μπορχεσιανό ύφος στα ελληνικά, αναγνωρίσιμο από όλους μας, που με τον τρόπο του ενσωματώνεται στις εκδοχές του ελληνικού λογοτεχνικού ύφους. Δεν με ενδιαφέρει λοιπόν να κρίνω τη μετάφρασή του επισημαίνοντας τα λάθη, αλλά τη συνεισφορά του αυτή. Το ίδιο έχει κάνει ο Αλεξάνδρου με τον Ντοστογιέφσκι και γενικά με τους ρώσους συγγραφείς, και τα παραδείγματα είναι πολλά. Από την άλλη θα μπορούσα να σκεφτώ και παραδείγματα προς αποφυγή, θα αναφερθώ μόνο ενδεικτικά σε μια μετάφραση, που δεν μπορώ να ελέγξω τα λάθη ή τις παρανοήσεις της, άρα θα δεχτώ πως δεν υπάρχουν, αλλά το είδος του ύφους που κομίζει στα ελληνικά, και μάλιστα με αφορμή ένα σπουδαίο κείμενο της σύγχρονης λογοτεχνίας, μου είναι απολύτως απεχθές. Πρόκειται για τον Θάνατο του Βιργιλίου του Χέρμαν Μπροχ, σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή, την οποία εγώ θεωρώ μία από τις χειρότερες ελληνικές μεταφράσεις, ακόμα κι αν θεωρήσω δεδομένο ότι δεν έχει ούτε ένα λάθος. Αλλά η γνώμη μου επίσης είναι εντελώς προσωπική και μπορεί σε κάποιον άλλον να αρέσει. Όμως η μετάφραση όπως κάθε τέχνη έχει να κάνει και με το γούστο, δεν είναι ιατρική ας πούμε να κρίνεται αντικειμενικά εκ του αποτελέσματος, έζησε ή πέθανε ο ασθενής. Ο ασθενής, εδώ βλέπε πρωτότυπο κείμενο, σε άλλους μπορεί φαίνεται δέκα ημερών πτώμα στη μετάφρασή του και σε άλλους ολοζώντανο βλαστάρι, στο άνθος της ηλικίας του. Συμβαίνουν αυτά.
Επίσης, θέλω να πω και κάτι ακόμη. Το «ρέει ή δεν ρέει μια μετάφραση» είναι ένας τρόπος του λέγειν, θέλω να πω, και πού ξέρουμε εμείς αν ρέει ή δεν ρέει το πρωτότυπο, και αν το ρέειν είναι πάντα προτέρημα ενός κειμένου. Έχω διαβάσει εξαιρετικούς συγγραφείς στο πρωτότυπο που το κείμενό τους είχε ένα ρυθμό σαν να σκόνταφτε σε κάθε πρόταση, κι αυτό ήταν το ύφος τους και η γοητεία της γραφής τους, γιατί θα έπρεπε να τους κάνει ρέοντες ο μεταφραστής τους; Ούτε ωραιοποιεί ο μεταφραστής, η δουλειά του είναι δημιουργική και θα μπορούσε να θεωρηθεί τέχνη (με την έννοια του art), αν και μια τέχνη εξαρτημένη, αλλά δεν κάνει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, ούτε ο στόχος του είναι να φτιάξει ένα ωραίο κείμενο, αφήστε που πολύ συχνά μπερδεύουμε την έννοια του ωραίου με την καλλιέπεια που μας διδάσκανε στο σχολείο στο μάθημα της έκθεσης (πάλι το σχολείο και τα λάθος πράγματα που μας έμαθε!). Το ωραίο κείμενο δεν έχει απαραίτητα ούτε περίεργες λέξεις ούτε κοσμητικά επίθετα. Μου έχει τύχει να επιμεληθώ μετάφραση όπου η μεταφράστρια είχε αποφασίσει ότι ο συγγραφέας δεν ήξερε καλά τη δουλειά του κι έτσι όπου έβλεπε επανάληψη λέξης τη μετέφραζε με διαφορετικά συνώνυμα (θυμάστε τη δασκάλα σας στο σχολείο, δεν είναι καλό να επαναλαμβάνουμε πολλές φορές την ίδια λέξη στις εκθέσεις) και είχε αλλάξει το κοφτό ύφος του συγγραφέα, του τύπου: «μπήκε στο δωμάτιο η Χ. Μακριά ξανθά μαλλιά. Γαλάζια μάτια. Μεγάλα βυζιά» σε «στο δωμάτιο μπήκε η Χ, η οποία είχε όμορφα μακριά ξανθά μαλλιά, εκφραστικά γαλανά μάτια και μεγάλο στήθος». Ωραιότατη πρόταση δεν λέω, αλλά αυτό δεν είναι μετάφραση. Προς τιμήν της, μετά τη συγκεκριμένη δουλειά η μεταφράστρια αποφάσισε πως δεν της αρέσει καθόλου η λογοτεχνική μετάφραση ως επάγγελμα και δήλωσε πως δεν θα το ξανακάνει. Ελπίζω να το τηρεί, ή τουλάχιστον να έμαθε κάτι παραπάνω σχετικά με τη μετάφραση, γιατί εμένα μου βγήκε το λάδι για να επαναφέρω το κείμενο στην κανονική μορφή του.
Η κριτική και η θεωρία της μετάφρασης έχουν κι άλλες πολύ ενδιαφέρουσες και σημαντικές πλευρές, μία από αυτές είναι και το θέμα της πιστότητας, και υπάρχουν οι περίφημοι sourciers (πηγολάτρες), δηλαδή αυτοί που πιστεύουν στην πρωτοκαθεδρία της γλώσσας-πηγή και ότι πρέπει να είναι κανείς πιστός στο πρωτότυπο και να αφήνει ακόμη και να διαφαίνεται η ξενότητά του, και οι ciblistes (στοχολάτρες), αυτοί που πιστεύουν στην πρωτοκαθεδρία της γλώσσας-στόχου, δηλαδή προκρίνουν μια ρέουσα μετάφραση που να φαίνεται σαν να είναι γραμμένη στη γλώσσα του μεταφράσματος. Και τα δύο είναι δύο απόλυτες θεωρητικές θέσεις, στην πράξη εμείς οι μεταφραστές πάντα κάνουμε κάτι που βρίσκεται ανάμεσα, είτε πιο κοντά στο ένα είτε πιο κοντά στο άλλο.
Στην Ελλάδα δεν υφίσταται κριτική μετάφρασης, εξάλλου είναι σπάνια και η κριτική γενικότερα. Βασικά, υπάρχουν μόνο κάτι ξεφτιλίσματα κάποιων κακών μεταφράσεων, που με επιχειρήματα ξετινάζουν κάποια κακή μετάφραση, και μετά οι αναφορές του τύπου «διέσωσε τους χυμούς του πρωτοτύπου», «ρέουσα και απολαυστική μετάφραση», «δύσκαμπτο ελληνικό κείμενο με πολλά προβλήματα», που όταν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, πράγμα που δεν συμβαίνει πάντα, καθοδηγούν τον μέσο αναγνώστη, που αυτό λογικά είναι και το ζητούμενό του, να διαβάσει ή να μη διαβάσει ένα βιβλίο. Ιδού ένα παράδειγμα της μιας μορφής κριτικής, και μάλιστα για κείμενα σχετικά με τη μετάφραση: «το ένα είναι του Antoin Berman, επιγράφεται Η μετάφραση και οι λόγοι της και μεταφράζεται σε λαγαρά ελληνικά από τον Βαγγέλη Μπιτσώρη. Το άλλο, του Jean-Rene Ladmiral, τιτλοφορείται Πηγολάτρες ή Στοχολάτρες και το γύρισαν στη γλώσσα μας με έντιμη επιμέλεια η Κατερίνα Κολλέτ και ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς». Ένα δείγμα της άλλης εκδοχής, μπορείτε να δείτε εδώ.

Πολλά θέματα προκύπτουν σχετικά, και πολύ θα ήθελα να γράψω και κάτι περί κριτικών, αλλά θα γίνει τέρας αυτή η εντράδα, οπότε σταματώ εδώ και επιφυλάσσομαι για άλλη μέρα που θα έχω κέφια. Μια κουβέντα μόνο, η αναφορά συγκεκριμένων παραδειγμάτων παραπάνω, σημαίνει μεταξύ άλλων και ότι δεν φοβόμαστε να πούμε τη γνώμη μας περί συγκεκριμένων προσώπων και πραγμάτων, δηλαδή να κάνουμε κριτική.
posted by Rayuela at 7:15 μ.μ.

20 Comments:

Χαίρομαι που ήμουν η αφορμή να γράψεις ένα τόσο ωραίο κείμενο.

Καλά κάνεις και αναφέρεις ονόματα -- εγώ δεν μπορώ, για διάφορους λόγους (ένας λόγος είναι ότι θα γίνω πολύ κακός...).

Η κριτική του Χατζόπουλου είναι όπως πρέπει να είναι μια αρνητική κριτική: γεμάτη παραδείγματα.

Για την συνεισφορά της μετάφρασης στον εμπλουτισμό μιας γλώσσας δεν θα μιλήσω τώρα, γιατί θα έρθουν οι αρχαιολάτρες γλωσσαμύντορες και θα με κλείσουν σε κανένα μπουντρούμι...

4:20 π.μ.  

Ευχαριστώ για το σχόλιο, είχα το άγχος ότι η εντράδα θα πάει άκλαυτη... Και σε ευχαριστώ και για την αφορμή, γιατί έτσι ακριβώς είναι. Τους είχα αυτούς τους δύο Βάσκους στο κεφάλι μου οχτώ χρόνια και ξαφνικά με αφορμή τα δικά σου βγήκανε έξω. Η κριτική του Χατζόπουλου είναι πράγματι από τις καλύτερες περιπτώσεις κριτικής της μετάφρασης εν Ελλάδι, και γιατί λέει και μια μεγάλη αλήθεια περί της κριτικής των μεταφράσεων... Ότι οι περισσότεροι κρίνουν το βιβλίο και δεν έχουν διαβάσει τη μετάφραση. Πλήγμα στην καθωσπρέπει υποκρισία μας...
Όσο για τους αρχαιολάτρες γλωσσαμύντορες, είμαι μαζί σας, το ξέρετε φαντάζομαι. 100%. Γι' αυτό έγραψα και για τον Κεντρωτή, και έχω κι άλλα στην καβάντζα. Όποτε θέλετε, τους παιζουμε ένα διπλό...

4:36 π.μ.  

2 comments? Aχ δύστηνος κόρη... το είχες πει ότι θα βυθιστεί «αύτανδρος» και η τηλεθέαση. Kι εγώ τι να σου γράψω που συμφωνώ με κάθε φράση;

2:01 μ.μ.  

A, εκτός από την πρώτη! Tο χώρο του Gravity μπορείς να τον καταναλώνεις ασύδοτα.

2:05 μ.μ.  

@ π

Η τηλεθεαση παραμενει υψηλη, απλα η εκπομπη δεν προσφερεται για ζωντανη τηλεφωνικη επικοινωνια.

(Κοινως, οι ασχετοι συμφωνουμε αλλα δε σχολιαζουμε γιατι δε γνωριζουμε προσωπα και πραγματα)

2:26 μ.μ.  

δεν μου ηταν καθολου βαρετο το κειμενο και το διαβασα με μεγαλη προσοχη και αν καιδεν ειμαι ειδικη σε μερικα σημεια σσυμφωνω μαζι σου δεν μπορω βεβαια να κανω παρα πανω σχολια ΦΙΛΑΚΙΑ η μαμα σου

4:43 μ.μ.  

Πάντως αυτός ο Κεντρωτής, πρέπει να είναι αμφισβητούμενο πρόσωπο. Θυμάμαι πριν από χρόνια την κόντρα μέσα από τις σελίδες του "Τετάρτου" για τη μετάφραση που έχει κάνει στις "Τρεις γυναίκες" του Μούζιλ και μετά πάλι την άλλη περίφημη κόντρα για τη μετάφραση του "Οδυσσέα" από τον Καψάσκη.

Χθες επανήλθε αυτό το ζήτημα, στο πολύ καλό μπλογκ Ficciones, κοιτάξτε το ποστ για τον Έκο.

Κυρία μαμά της Ραγιουέλα, να χαίρεστε την κόρη σας.

1:52 μ.μ.  

Αισθάνομαι λίγο σαν τους συγγραφείς που έχουν μικρό αλλά εκλεκτό κοινό. Και βέβαια, η σχετική φιλολογία "εγώ δεν γράφω για τους πολλούς αλλά για τους λίγους και εκλεκτούς" είναι πολύ παρηγορητική (αστειεύομαι, εννοείται...).
cp, η εκπομπή σκέφτεται να προσφέρει και ένα μικρό δώρο, κάτι θα σκεφτώ, για κάθε σχόλιο, έτσι για να αποκτήσει ζωντανή τηλεφωνική επικοινωνία. Ο Πασκάλ, ας πούμε, γδύνεται...
Αγαπητέ μου π., ευχαριστώ κυρίως για το διπλό σχόλιο (χα χα), να κάνουμε μπούγιο... Και μη μου δίνετε αέρα, θα γράφω κατεβατά στο Gravity.
Όπως καταλαβαίνετε, εδώ θριαμβεύει η δύναμη της οικογένειας. Ό,τι κι αν κάνουμε μας στηρίζουν οι γονείς μας... Γι' αυτό και στις απονομές βραβείων οι άνθρωποι ευχαριστούν τους γονείς τους, γιατί κάποτε ήταν οι μόνοι αναγνώστες τους, οι μόνοι θεατές τους, κοκ. Ευχαριστώ τη μαμά μου, λοιπόν...
Αθήναιε, ομολογώ ότι δεν έχω παρακολουθήσει ιδιαίτερα τις δύο κόντρες που αναφέρετε, λίγο περισσότερο την περί "Οδυσσέα", αλλά ο Κεντρωτής μεταφράζει με έναν τρόπο που λογικά εγείρει αντιδράσεις.

3:11 μ.μ.  

Να'μαι κι εγώ ύστερα από απουσία εβδομάδων!
Πολύ ενδιαφέρον ετούτο το ποστ αλλά δεν κάνω σχόλια μια και τυχαίνει να γνωρίζω προσωπικά κάποια άτομα που αναφέρονται. Προτιμώ λοιπόν να κάνω την πάπια!
Πάντως, συμφωνώ με τα περισσότερα που αναφέρεις.
Διάβασα και το ποστ για τη Βραζιλία και πολύ μου άρεσε κι αυτό.
Cómo está nuestro Buenos Aires tan lindo?

3:42 μ.μ.  

Estrella, καλώς ήρθες... Πώς ήταν οι διακοπές σου; Το Μπουένος Άιρες είναι μια χαρά όπως πάντα... αλλά λεπτομέρειες στην επόμενη εντράδα, μάλλον αύριο.

12:46 π.μ.  

Κυρία κόρη της μαμάς της Ραγιουέλα, δεν είναι ανάγκη να ξεμπροστιάζετε τις μεθοδεύσεις κάθε Πυχάρπαστου!

3:50 π.μ.  

(Προσεκτικοτέρα ανάλυσις, άλλωστε, θα κατεδείκνυεν ότι το πρώτον μεν των σχολίων ανεφέρετο εις το υμέτερον ιστολόγιον, το έτερον δε εις το, ούτως ειπείν, ημέτερον:

3:50 π.μ.  

ήγουν, η υπό ακραδάντου λογικής υπαγορευθείσα μεταστέγασις του δευτέρου τούτων ουδόλως συναρτάται μετά των υφ' ημών εικαζομένων αλλ' εξωπραγματικώς εις ημάς αποδιδομένων δολίων και ποταπών κριτηρίων.)

3:51 π.μ.  

Aντιλαμβάνεσθε, προσέτι, ότι και το παρόν ουδεμίαν ετέραν επιδίωξιν δύναται να εξυπηρετεί πέραν της επιβαλλομένης μετά ταύτα ευλόγου διαμαρτυρίας.

3:51 π.μ.  

Mετά τιμής πλην και μετά πάσης δεούσης επιφυλάξεως

3:52 π.μ.  

Π

3:52 π.μ.  

Ωχ, σε λαθος μπλογκ μπηκα!

7:30 π.μ.  

cp, κι εγώ προς στιγμήν το ίδιο έπαθα. Και ανησύχησα...
Αγαπητέ Π., δεν κατάλαβα γιατί ξαφνικά αρχίσατε να μιλάτε σε γλώσσα που τελευταίως θεωρείται ότι χρήζει μεταφράσεως στη νεοελληνική. Αν και διάβασα ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Κούρτοβικ σήμερα στα Νέα περί των μεταφράσεων της "Φόνισσας" και της "Πάπισσας Ιωάννας". Με βάση αυτό μάλλον θα σας κατέτασσα στη ροϊδειο κατηγορία. Δηλαδή η γλώσσα ως μάσκα. Κατά τα άλλα, με κάνετε να αισθάνομαι σαν λαϊκή αοιδός της δεκαετίας του '90, που εν μία νυκτί ανέβηκε στο top ten διότι συγγενείς και φίλοι της αγόρασαν όλους τους δίσκους, κατά δεκάδες υποθέτω. Αυτοί βέβαια το έκαναν ινγκόγκνιτο, αλλά κι εσείς φορέσατε το προσωπείο σας. Σας πειράζω όμως, εξάλλου είπαμε γράφουμε για τους "λίγους και καλούς".

10:37 μ.μ.  

Έτσι μπράβο. Βάλτε τον κύριο π στη θέση του. Εμείς δηλαδή που είμαστε θαυμαστές σας από τις πρώτες εντράδες και ξεροσταλιάζουμε στην ουρά, βλάκες είμαστε;

3:53 π.μ.  

Εσείς, Αθήναιε, ξεροσταλιάζετε στην ουρά; Μα, μία κουβέντα να πείτε στον σεφ, θα σας μπάσει από την κουζίνα...

10:39 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home