el arte de la fuga
7.7.06
Πληθυντικός αριθμός
Χρησιμοποιούσε άραγε πληθυντικό ο στρατηγός Ντε Γκωλ όταν απευθυνόταν στη Στρατηγίνα, ακόμη και στις πλέον ιδιαίτερες στιγμές τους; Κύριος οίδε, αλλά έτσι λένε τα κουτσομπολιά. Κι εγώ με αφορμή μια κουβέντα στο μπλογκ του αγαπητού Αθήναιου, αλλά και ένα κείμενο του Μιχάλη Μητσού με θέμα τους νέους κανόνες συμπεριφοράς που επικρατούν στη Νέα Υόρκη, σκέφτηκα να γράψω δυο λόγια περί πληθυντικού αριθμού και «ετικέτας» ίσως γενικότερα…
Όταν δημιουργούνται νέες συνθήκες του σχετίζεσθαι, αναγκαστικά τίθεται εκ νέου και η συζήτηση περί κανόνων συμπεριφοράς. Εν προκειμένω, όχι στη Νέα Υόρκη αλλά στις οθόνες των υπολογιστών μας…
Αλλά θα ξεκινήσω από τον πληθυντικό αριθμό. Και να ξεκαθαρίσω ότι δεν ανήκω στους πολύ θερμούς πιστούς του, με απασχολεί ωστόσο ιδιαίτερα το ζήτημα των αποστάσεων και θεωρώ πως πρέπει να τηρούνται. Επίσης τελευταία έχω συνειδητοποιήσει ότι το βιαστικό πέρασμα στον ενικό, εμπεριέχει μύρια όσα κακά και πονηρά. Παραδείγματα: συνεργάζομαι εδώ και κάποια χρόνια με επιστήμονα που επιμελείται επιστημονικά τις μεταφράσεις μου ενός συγκεκριμένου συγγραφέα, δεν έχουμε προσωπικές σχέσεις, παρ’ όλο που κατά διαστήματα η συνεργασία μας είναι στενή· εξακολουθεί να μου μιλά στον πληθυντικό, καθώς και να μου γράφει αντιστοίχως στα e-mail που ανταλλάσσουμε. Εννοείται πως κι εγώ κάνω το ίδιο και εννοείται πως αυτό εμπεριέχει επίσης και την εκτίμηση του ενός για τη δουλειά του άλλου. Αντιθέτως, έχω πάει πριν από χρόνια σε επαγγελματικό ραντεβού, για μια θέση σε εκδοτικό οίκο και επί μιάμιση ώρα, εγώ μιλούσα στον πληθυντικό, και ο συνομιλητής μου μου απευθυνόταν σε έναν ενικό που διανθιζόταν από προσφωνήσεις του τύπου «κούκλα μου», «γλυκιά μου» και άλλα τέτοια. Στο τέλος μου είπε ότι θα με προσλάβει επειδή με θεωρεί «πολύ γλυκιά» και επειδή του άρεσε η φάτσα μου, τέλος πάντων προφανώς ούτε εκείνος με προσέλαβε ούτε εγώ ήθελα τη δουλειά του. Σ’ εμάς τις γυναίκες το να μας απευθύνονται στον ενικό, που είναι και το συνηθέστερο (μιλάω ωστόσο για τα επαγγελματικά), συνήθως θέτει και διάφορα επιπλέον ζητήματα, με μια δόση σεξισμού ή έστω πατερναλισμού. Φαντάζομαι ότι σε επαγγέλματα όπως του Αθήναιου, αλλά και γενικότερα σε όσα η ιεραρχία είναι αυστηρή και ενίοτε σχεδόν στρατιωτική (μπριγάδα λέγεται η ομάδα των μαγείρων, δεν είναι τυχαίο), ο πληθυντικός είναι συχνότερος απ’ ό,τι σε άλλα όπου είναι πιο θολές οι σχέσεις ιεραρχίας.
Επίσης, κάθε γλώσσα έχει τα δικά της τερτίπια σε σχέση με τον πληθυντικό: ας πούμε, μου φαίνεται πως τα αγγλικά δεν έχουν πληθυντικό, θέλω να πω πως, δεδομένου ότι δεν υπάρχει γραμματική διαφοροποίηση, άλλα πράγματα είναι αυτά που σηματοδοτούν την επισημότητα, την απόσταση ή το σεβασμό μεταξύ των συνομιλητών. Τι νόημα έχει ο πληθυντικός όταν μπορείς να πεις στον άλλον fuck you; Αυτό μου θυμίζει μια ξαδέλφη μου, μεγαλωμένη με όλους τους κανόνες της ευγένειας, που κάποτε είχε πει στον μπαμπά μου «Σκατά να φάτε, θείε μου»! Στα γαλλικά ο πληθυντικός χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στα ελληνικά, εμείς οι μεταφραστές το έχουμε στο νου μας όταν μεταφράζουμε και πράττουμε αντιστοίχως. Εδώ κολλάει και ο Στρατηγός με τη Στρατηγίνα. Τα ισπανικά έχουν έναν παράξενο πληθυντικό, όπου το ρήμα χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο, κάτι που όταν το σκέφτεται κανείς φαίνεται αστείο, είναι λίγο σαν τους υπηρέτες στα παλιά βιβλία ή τις ταινίες που ρωτούν «θα δειπνήσει ο κύριος κόμης;», εννοείται πως ρωτούν τον κύριο κόμη. Εδώ, στην Αργεντινή, για τον ενικό χρησιμοποιούν ένα δεύτερο πρόσωπο πολύ μεικτό, με αντωνυμία στον πληθυντικό vos και το ρήμα στον ενικό ή περίπου (υπάρχει βέβαια και η κανονική τριτοπροσωπη φόρμα ευγενείας, αν και δεν είναι τόσο συχνή όσο αλλού). Όταν όμως μιλούν σε πολλούς ανθρώπους, χρησιμοποιούν πάντα τον πληθυντικό (τον γνωστό τριτοπρόσωπο, διότι στα ισπανικά υπάρχει διάκριση έτσι ώστε να μπορείς να μιλάς και σε περισσότερους ανθρώπους στον πληθυντικό).
Δεν επιμένω γενικά στον πληθυντικό, ωστόσο δεν μου αρέσει να μου μιλάνε στον ενικό οι ταξιτζήδες, οι περιπτεράδες, κτλ., κυρίως μάλιστα όταν ο ενικός είναι το όχημα της αγένειας (μικρή κοπέλα είσαι, δεν μπορείς να περπατήσεις πεντακόσια μέτρα, λέει ο ταξιτζής· εννοείται πως αν μου μιλούσε στον πληθυντικό θα με πήγαινε και στην πόρτα μου, και δυστυχώς δεν εκτιμώ το κομπλιμέντο σχετικά με την ηλικία μου). Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και ο ενικός, όπου η οικειότητα ούτε προσβλητική είναι ούτε αγενής, αντίθετα έχει νοιάξιμο και είναι ευπρόσδεκτη. Πάλι ταξιτζής: πριν από πολλά πολλά χρόνια, πήρα ένα ταξί κουβαλώντας δύο σακ-βουαγιάζ και φεύγοντας από το σπίτι του τότε αγαπημένου μου, μετά από τρικούβερτο καυγά, στη διαδρομή έβαλα τα κλάματα, και θυμάμαι ακόμα τον ηλικιωμένο κύριο που μου είπε: «γιατί κλαις, κορίτσι μου, τι σου συμβαίνει;» και μέχρι να φτάσουμε στου Ζωγράφου προσπαθούσε να με παρηγορήσει με ανώφελες αλλά πολύ γλυκές θυμοσοφίες, του τύπου «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Δεν θα προτιμούσα να μου είχε μιλήσει στον πληθυντικό.
Τώρα όμως, τι γίνεται στις οθόνες μας, πώς μιλάμε μεταξύ μας άνθρωποι που δεν γνωριζόμαστε μεν, αλλά ενίοτε επιτρέπουμε ο ένας στον άλλον να διαβάσει πράγματα πολύ προσωπικά μας, ή ανταλλάσσουμε απόψεις για τα πλείστα όσα, μεταφερόμενοι από την κρεβατοκάμαρα στην τραπεζαρία, κι από το σαλόνι στο πεζοδρόμιο (με την καλή έννοια); Υπάρχουν κανόνες ευγενείας και ποιοι είναι αυτοί; Ας πούμε, ασχέτως ενικού ή πληθυντικού, εγώ αισθάνομαι υποχρεωμένη να απαντώ όταν μου απευθύνουν το λόγο, ακόμα και μέσω e-mail, σχολίου στο blog ή ΜΣΝ στο κινητό. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, όταν προσφάτως απάντησα σε μια ερώτηση που μέσω e-mail απευθυνόταν σε πολλούς παραλήπτες, τον αποστολέα δεν τον γνώριζα, απάντησα όμως προσωπικά, και περίμενα μια απάντηση, ένα απλό ευχαριστώ. Είναι παράλογο; Λέει λοιπόν ο Αθήναιος, πέραν των επαγγελματικών του ιεραρχιών (όπου κι εκεί φαντάζομαι υπάρχει ποικιλία συμπεριφορών και ερμηνειών των κανόνων που επιβάλλει η ιεραρχία), πως ο πληθυντικός στο blog μάς κάνει να μιλάμε με κάποιο γούστο (αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα, θέλω να πω πως το γούστο που επιλέγει εμπεριέχει τον πληθυντικό, αλλά γίνεται και αλλιώς), πως λειτουργεί ως προστατευτικό δίχτυ και είναι και μια κάποια πόζα. Εμένα πάλι μου φαίνεται κυρίως πόζα (και δεν το λέω αρνητικά, δεν έχω τίποτα εναντίον της πόζας) και όταν τον χρησιμοποιώ (εννοείται πως όταν μου απευθύνονται στον πληθυντικό, απαντώ στον πληθυντικό), το κάνω κυρίως για να μην καταργήσω πολύ βιαστικά αποστάσεις που προσθέτουν γούστο στην επικοινωνία, όχι γιατί θέλω να διατηρήσω τις αποστάσεις, αλλά γιατί θέλω να απολαύσω περισσότερο τη διαδικασία της σταδιακής τους μείωσης. Θέλω να πω ότι ο πληθυντικός μου φαίνεται εξαιρετικά φλερτίστικος, γι’ αυτό και ο Αθήναιος δέχεται εκδηλώσεις λατρείας, ακόμη και προτάσεις γάμου με προίκα αγνό παρθένο ελαιόλαδο (σας πειράζω και πάλι, αγαπητέ!). Έτσι, το προστατευτικό του δίχτυ παραμένει μεν δίχτυ αλλά δεν ξέρω πόσο προστατευτικό είναι, και ποιον προστατεύει.
Χρησιμοποιούσε άραγε πληθυντικό ο στρατηγός Ντε Γκωλ όταν απευθυνόταν στη Στρατηγίνα, ακόμη και στις πλέον ιδιαίτερες στιγμές τους; Κύριος οίδε, αλλά έτσι λένε τα κουτσομπολιά. Κι εγώ με αφορμή μια κουβέντα στο μπλογκ του αγαπητού Αθήναιου, αλλά και ένα κείμενο του Μιχάλη Μητσού με θέμα τους νέους κανόνες συμπεριφοράς που επικρατούν στη Νέα Υόρκη, σκέφτηκα να γράψω δυο λόγια περί πληθυντικού αριθμού και «ετικέτας» ίσως γενικότερα…
Όταν δημιουργούνται νέες συνθήκες του σχετίζεσθαι, αναγκαστικά τίθεται εκ νέου και η συζήτηση περί κανόνων συμπεριφοράς. Εν προκειμένω, όχι στη Νέα Υόρκη αλλά στις οθόνες των υπολογιστών μας…
Αλλά θα ξεκινήσω από τον πληθυντικό αριθμό. Και να ξεκαθαρίσω ότι δεν ανήκω στους πολύ θερμούς πιστούς του, με απασχολεί ωστόσο ιδιαίτερα το ζήτημα των αποστάσεων και θεωρώ πως πρέπει να τηρούνται. Επίσης τελευταία έχω συνειδητοποιήσει ότι το βιαστικό πέρασμα στον ενικό, εμπεριέχει μύρια όσα κακά και πονηρά. Παραδείγματα: συνεργάζομαι εδώ και κάποια χρόνια με επιστήμονα που επιμελείται επιστημονικά τις μεταφράσεις μου ενός συγκεκριμένου συγγραφέα, δεν έχουμε προσωπικές σχέσεις, παρ’ όλο που κατά διαστήματα η συνεργασία μας είναι στενή· εξακολουθεί να μου μιλά στον πληθυντικό, καθώς και να μου γράφει αντιστοίχως στα e-mail που ανταλλάσσουμε. Εννοείται πως κι εγώ κάνω το ίδιο και εννοείται πως αυτό εμπεριέχει επίσης και την εκτίμηση του ενός για τη δουλειά του άλλου. Αντιθέτως, έχω πάει πριν από χρόνια σε επαγγελματικό ραντεβού, για μια θέση σε εκδοτικό οίκο και επί μιάμιση ώρα, εγώ μιλούσα στον πληθυντικό, και ο συνομιλητής μου μου απευθυνόταν σε έναν ενικό που διανθιζόταν από προσφωνήσεις του τύπου «κούκλα μου», «γλυκιά μου» και άλλα τέτοια. Στο τέλος μου είπε ότι θα με προσλάβει επειδή με θεωρεί «πολύ γλυκιά» και επειδή του άρεσε η φάτσα μου, τέλος πάντων προφανώς ούτε εκείνος με προσέλαβε ούτε εγώ ήθελα τη δουλειά του. Σ’ εμάς τις γυναίκες το να μας απευθύνονται στον ενικό, που είναι και το συνηθέστερο (μιλάω ωστόσο για τα επαγγελματικά), συνήθως θέτει και διάφορα επιπλέον ζητήματα, με μια δόση σεξισμού ή έστω πατερναλισμού. Φαντάζομαι ότι σε επαγγέλματα όπως του Αθήναιου, αλλά και γενικότερα σε όσα η ιεραρχία είναι αυστηρή και ενίοτε σχεδόν στρατιωτική (μπριγάδα λέγεται η ομάδα των μαγείρων, δεν είναι τυχαίο), ο πληθυντικός είναι συχνότερος απ’ ό,τι σε άλλα όπου είναι πιο θολές οι σχέσεις ιεραρχίας.
Επίσης, κάθε γλώσσα έχει τα δικά της τερτίπια σε σχέση με τον πληθυντικό: ας πούμε, μου φαίνεται πως τα αγγλικά δεν έχουν πληθυντικό, θέλω να πω πως, δεδομένου ότι δεν υπάρχει γραμματική διαφοροποίηση, άλλα πράγματα είναι αυτά που σηματοδοτούν την επισημότητα, την απόσταση ή το σεβασμό μεταξύ των συνομιλητών. Τι νόημα έχει ο πληθυντικός όταν μπορείς να πεις στον άλλον fuck you; Αυτό μου θυμίζει μια ξαδέλφη μου, μεγαλωμένη με όλους τους κανόνες της ευγένειας, που κάποτε είχε πει στον μπαμπά μου «Σκατά να φάτε, θείε μου»! Στα γαλλικά ο πληθυντικός χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στα ελληνικά, εμείς οι μεταφραστές το έχουμε στο νου μας όταν μεταφράζουμε και πράττουμε αντιστοίχως. Εδώ κολλάει και ο Στρατηγός με τη Στρατηγίνα. Τα ισπανικά έχουν έναν παράξενο πληθυντικό, όπου το ρήμα χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο, κάτι που όταν το σκέφτεται κανείς φαίνεται αστείο, είναι λίγο σαν τους υπηρέτες στα παλιά βιβλία ή τις ταινίες που ρωτούν «θα δειπνήσει ο κύριος κόμης;», εννοείται πως ρωτούν τον κύριο κόμη. Εδώ, στην Αργεντινή, για τον ενικό χρησιμοποιούν ένα δεύτερο πρόσωπο πολύ μεικτό, με αντωνυμία στον πληθυντικό vos και το ρήμα στον ενικό ή περίπου (υπάρχει βέβαια και η κανονική τριτοπροσωπη φόρμα ευγενείας, αν και δεν είναι τόσο συχνή όσο αλλού). Όταν όμως μιλούν σε πολλούς ανθρώπους, χρησιμοποιούν πάντα τον πληθυντικό (τον γνωστό τριτοπρόσωπο, διότι στα ισπανικά υπάρχει διάκριση έτσι ώστε να μπορείς να μιλάς και σε περισσότερους ανθρώπους στον πληθυντικό).
Δεν επιμένω γενικά στον πληθυντικό, ωστόσο δεν μου αρέσει να μου μιλάνε στον ενικό οι ταξιτζήδες, οι περιπτεράδες, κτλ., κυρίως μάλιστα όταν ο ενικός είναι το όχημα της αγένειας (μικρή κοπέλα είσαι, δεν μπορείς να περπατήσεις πεντακόσια μέτρα, λέει ο ταξιτζής· εννοείται πως αν μου μιλούσε στον πληθυντικό θα με πήγαινε και στην πόρτα μου, και δυστυχώς δεν εκτιμώ το κομπλιμέντο σχετικά με την ηλικία μου). Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και ο ενικός, όπου η οικειότητα ούτε προσβλητική είναι ούτε αγενής, αντίθετα έχει νοιάξιμο και είναι ευπρόσδεκτη. Πάλι ταξιτζής: πριν από πολλά πολλά χρόνια, πήρα ένα ταξί κουβαλώντας δύο σακ-βουαγιάζ και φεύγοντας από το σπίτι του τότε αγαπημένου μου, μετά από τρικούβερτο καυγά, στη διαδρομή έβαλα τα κλάματα, και θυμάμαι ακόμα τον ηλικιωμένο κύριο που μου είπε: «γιατί κλαις, κορίτσι μου, τι σου συμβαίνει;» και μέχρι να φτάσουμε στου Ζωγράφου προσπαθούσε να με παρηγορήσει με ανώφελες αλλά πολύ γλυκές θυμοσοφίες, του τύπου «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Δεν θα προτιμούσα να μου είχε μιλήσει στον πληθυντικό.
Τώρα όμως, τι γίνεται στις οθόνες μας, πώς μιλάμε μεταξύ μας άνθρωποι που δεν γνωριζόμαστε μεν, αλλά ενίοτε επιτρέπουμε ο ένας στον άλλον να διαβάσει πράγματα πολύ προσωπικά μας, ή ανταλλάσσουμε απόψεις για τα πλείστα όσα, μεταφερόμενοι από την κρεβατοκάμαρα στην τραπεζαρία, κι από το σαλόνι στο πεζοδρόμιο (με την καλή έννοια); Υπάρχουν κανόνες ευγενείας και ποιοι είναι αυτοί; Ας πούμε, ασχέτως ενικού ή πληθυντικού, εγώ αισθάνομαι υποχρεωμένη να απαντώ όταν μου απευθύνουν το λόγο, ακόμα και μέσω e-mail, σχολίου στο blog ή ΜΣΝ στο κινητό. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, όταν προσφάτως απάντησα σε μια ερώτηση που μέσω e-mail απευθυνόταν σε πολλούς παραλήπτες, τον αποστολέα δεν τον γνώριζα, απάντησα όμως προσωπικά, και περίμενα μια απάντηση, ένα απλό ευχαριστώ. Είναι παράλογο; Λέει λοιπόν ο Αθήναιος, πέραν των επαγγελματικών του ιεραρχιών (όπου κι εκεί φαντάζομαι υπάρχει ποικιλία συμπεριφορών και ερμηνειών των κανόνων που επιβάλλει η ιεραρχία), πως ο πληθυντικός στο blog μάς κάνει να μιλάμε με κάποιο γούστο (αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα, θέλω να πω πως το γούστο που επιλέγει εμπεριέχει τον πληθυντικό, αλλά γίνεται και αλλιώς), πως λειτουργεί ως προστατευτικό δίχτυ και είναι και μια κάποια πόζα. Εμένα πάλι μου φαίνεται κυρίως πόζα (και δεν το λέω αρνητικά, δεν έχω τίποτα εναντίον της πόζας) και όταν τον χρησιμοποιώ (εννοείται πως όταν μου απευθύνονται στον πληθυντικό, απαντώ στον πληθυντικό), το κάνω κυρίως για να μην καταργήσω πολύ βιαστικά αποστάσεις που προσθέτουν γούστο στην επικοινωνία, όχι γιατί θέλω να διατηρήσω τις αποστάσεις, αλλά γιατί θέλω να απολαύσω περισσότερο τη διαδικασία της σταδιακής τους μείωσης. Θέλω να πω ότι ο πληθυντικός μου φαίνεται εξαιρετικά φλερτίστικος, γι’ αυτό και ο Αθήναιος δέχεται εκδηλώσεις λατρείας, ακόμη και προτάσεις γάμου με προίκα αγνό παρθένο ελαιόλαδο (σας πειράζω και πάλι, αγαπητέ!). Έτσι, το προστατευτικό του δίχτυ παραμένει μεν δίχτυ αλλά δεν ξέρω πόσο προστατευτικό είναι, και ποιον προστατεύει.
Δεν ξέρω λοιπόν ποιοι είναι οι κανόνες ευγενείας στο χώρο των μπλογκ και του διαδικτύου, χαίρομαι όμως που δεν θα χρειαστεί να απαντήσω στην ερώτηση αν μπορεί να καπνίσει κάποιος μαριχουάνα στο μπλογκ μου και που δεν πρέπει να μετράω την απόσταση ανάμεσα στα γόνατά μου για να μην ξεπεράσω τα δεκαπέντε εκατοστά (αυτοί είναι κανόνες συμπεριφοράς στην ευγενική νέα Νέα Υόρκη, όπως τις μεταφέρει ο Μ. Μητσός). Νομίζω πως μεταφέρει κανείς και τροποποιεί αντιστοίχως τους κανόνες που εφαρμόζει και στην υπόλοιπη ζωή. Και ομολογώ πως απολαμβάνω τον πληθυντικό του Αθήναιου, γιατί πράγματι έχει γούστο.
ΥΓ. Μπορεί κάποιος να μου πει πως γίνεται να κάνεις λινκ μέσα στο κείμενο; Δεν ξέρω ποιον να ρωτήσω εδώ στην ξενιτιά και θα ήθελα να παραπέμπω έτσι όταν αναφέρομαι σε κάποιο άλλο κείμενο ή όνομα. Φωτογραφίες το κείμενο δεν έχει, γιατί βαριόμουν να ψάξω στο διαδίκτυο κάτι σχετικό με την "ετικέτα".
ΥΓ2. Τελικά είπα νά βάλω μια φωτογραφία με χορευτές τάνγκο, ενός χορού που και κανόνες αυστηρούς έχει, αλλά και πολύ αυτοσχεδιασμό. Και επειδή νομίζω πως ήρθε η ώρα να ξαναρχίσω μαθήματα, μια και βρέθηκα στην πατρίδα του χορού. Θα πάω να αγοράσω παπουτσάκια λοιπόν και από βδομάδα, στην πίστα...
posted by Rayuela at 12:55 μ.μ.
25 Comments:
Σας βρίσκω πολύ σωστή ή σε βρίσκω πολύ σωστή.
Ο Άρτος του Δία
Χεχε.
Λοιπόν. Έχω γεννηθεί στο Ισραήλ μια χώρα με βαθειά σοσιαλιστική νοοτροπία, που περιφρονεί τους αστικούς κανόνες ευγένειας.
Η οικογένειά μου,η γιαγιά μου δηλαδή, ήταν μετανάστης στο Ισραήλ μετά τον πόλεμο. Καταγόταν από μια μεγάλη εβραική οικογένεια της Θεσσαλονίκης κ ήταν εξαιρετικά περήφανη για την αστική της κουλτούρα κ την μόρφωσή της. Αν κ δεν το παραδέχτηκε ποτέ, δεν της άρεσε που αναγκάστηκε να πάει στο Ισραήλ όμως, εμείς πήραμε μια συνειδητά αστική αγωγή την οποία δεν την επιδεικνύαμε αναμεταξύ μας, όπως ο Στρατηγος με τη Στρατηγίνα αλλά στους έξω σίγουρα κ με μάλιστα με έμφαση. Ήταν ο τρόπος μας να δηλώσουμε ότι "εμείς βρεθήκαμε τυχαία να ζούμε με τους χωριάταρους"."Άτιμή κοινωνία που άλλους τους κατεβάζεις κ άλλους του ανεβάζεις", ένα πράγμα Η περιφρόνηση ήταν αμοιβαία εννοείται. Αυτοί αποκαλούσαν τους σεφαραδίτες σερβιτόρους επειδή κάθε φορά που τους έδινες κάτι σε ευχαριστούσαν.
Όλα αυτά μην φανταστείτε ότι ήταν θέματα συζήτησης ή μας απασχολούσαν λες κ είμασταν τίποτε ήρωες του Ντοστογιέφσκι απλά, συνέβαιναν κ τα έχω συνειδητοποιήσει μεγάλος κ βέβαια γελάω πολύ με αυτά. Με αυτά, ένα το κρατούμενο.
Αργότερα, στις κουζίνες ο πληθυντικός ήταν εφιαλτικός. Ήταν λαϊκός. Δηλαδή τον κ. Αλεξίου στην κουζίνα τον αποκαλούν κ. Δημήτρη. Όταν βρέθηκα στη θέση του αρχιμάγειρα ήταν αυτό που μου φάνηκε το πιο αφόρητο από όλα. Το κ. Αθήναιε. Ο λαικός πληθυντικός κ βέβαια ότι έπρεπε να ζητάω να μου φέρνουν νερό, καφέ κλπ. :-)
Στην Ελλάδα της ισοπέδωσης ο πληθυντικός είναι αναγκαίος. Με μερικά άτομα που διαισθάνομαι πως δεν θα παραβιάσουν τα όρια μου χρησιμοποιώ άνετα ενικό. Με κάτι άλλους έξαλλους κ κάτι άλλες έξαλλες ο πληθυντικός δεν καταργείται με τίποτε. Με ενοχλεί όταν ακούω να μιλούν σε σερβιτόρους στον ενικό κ όταν μου μιλούν άσχετοι στον ενικό. Με ενοχλεί όταν μιλούν σε γυναίκες στον ενικό για να τους δείξουν τη θέση τους. Αυτά τα κομπλεξικά είναι ελληνικόν ίδιον, ούτε στη Μέση Ανατολή δεν τα συναντάς.
Συμφωνώ ότι ο πληθυντικός στο μπλογκ αντί να λειτουργεί ως δίχτυ τελικά λειτουργεί ως προκληση-πρόσκληση. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζω ήδη. Ως παιδάκι έφερνα μάλλον στο φρατζολέ κ μέσα σε μια χώρα μαυριδερών ανθρώπων ( το '70 δεν υπήρχε ο Σαρόν να εισαγάγει στη χώρα εβραίους εσκιμώους,ρώσους κλπ) ημουν άσπρος, ξανθός κ ροδαλός. Αυτό το θεωρούσαν όλοι γουστόζικο με αποτέλεσμα να με αρπάζουν όλη την ώρα κ να με πλακώνουν στα φιλιά κ τις τσιμπιές. Φρίκη τεραστίων διαστάσεων. Δεν το άντεχα με τίποτε αν κ όταν μεγάλωσα άλλαξα κάπως πάντως τότε υπέφερα ειλικρινά.
Νόμιζα λοιπόν πως αν προλάβαινα να τεινω με σοβαρότητα το χέρι σε χειραψία όπως έκαναν οι μεγάλοι θα ήταν ένα δίχτυ ή καλύτερα ένα είδος ασπίδας κ θα γλύτωνα έτσι τους εναγκαλισμούς κ τα ζουλήγματα. Καμία τύχη. Το έβρισκαν ακόμη πιο χαριτωμένο κ τα φιλιά , οι τσιμπιές κ τα ζουλήγματα πολλαπλασιάζονταν... Αλλά παρ'όλα αυτά δεν σταμάτησα να επιχειρώ να δώσω το χέρι μου γιατί ήταν ωραία πόζα.Αυτό κ να παριστάνεις ότι τρως με μαχαιροπήρουνα, πολύ σοβαρός, πριν ακόμη καλά-καλά περπατήσεις...Poseur γίνετσαι βέβαια αλλά ορισμένοι πρέπει να γεννιούνται κιόλας.
Νύφη με προίκα ελιές. Τσκ τσκ τσκ... Πόσο λίγο με έχουν καταλάβει. Νόμιζα πως ήταν σε όλους φανερό ότι δεν ψάχνω μια γυναίκα με προίκα αλλά για μια παρθένα.
Πρώτα γράφουμε το σύμβολο < και μετά το γράμμα a, μετά ένα κενό, μετά τη λέξη href, μετά το ίσον =, μετά εισαγωγικά (αυτά:"), μετά το URL (τη διεύθυνση, ντε, εκεί όπου παραπέμπει το λινκ), μετά ξανά εισαγωγικά. Στη συνέχεια το σύμβολο >, μετά τη φράση που θέλουμε να φαίνεται ως λινκ, και στη συνέχεια το σύμβολο <, την κάθετο /, το γράμμα a και το σύμβολο >.
Υπενθυμίζω: μόνο ένα κενό υπάρχει -- όλα τα υπόλοιπα είναι κολλητά.
ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Αγαπητή Ραγιουέλα(;),
συγχαρητήρια για το μπλόγκ σας το διαβάζω καιρό είναι καταπληκτικό, τέλειο, βάλσαμο, όλα αυτά, αλλά ας μπούμε και λίγο τώρα αν θέλετε και στο σημερινό ψητό σας. Νομίζω πως και μόνο το γεγονός ότι τίθεται στους νεοέλληνες το θέμα τού ενικού και τού πληθυντικού δηλώνει πολλά. Διότι πολλές φορές το έχω ακούσει να γίνεται θέμα συζητήσεως, και το πιο καταθλιπτικό είναι ότι γεννάει αντιπαράθεση ακριβώς, και δεν επικρατεί εκ προοιμίου η μόνη και μόνη αυτονόητη πολιτισμένη άποψη : αυτή τής αυτόματης χρήσης τού πληθυντικού βεβαίως, παντού όπου δεν έχει υπάρξει ρητή συμφωνία μεταξύ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ συνομιλητών ή όπου ισχύουν εξαιρετικές περιπτώσεις (συγγένεια πρώτου βαθμού κτλ). Ακόμη και δύο συνομήλικοι φοιτητές δηλαδή οφείλουν να προσφωνούνται στον πληθυντικό κατ'αρχάς, δηλαδή κατ'αρχήν. Αλλά η τόσο συχνή στις συζητήσεις αυτές αμφισβήτηση τού αυτονόητου (για τον πολιτισμένο άνθρωπο τουλάχιστον) όσο και η σχεδόν διαρκής καταπάτηση ενός τέτοιου κανόνα υψηλού και φίνου πολιτισμού στην νεοελληνική πραγματικότητα οφείλεται βέβαια στο ότι οι νεοέλληνες είναι ένα μάτσο απολίτιστοι βλάχοι, που μόλις πριν σαράντα χρόνια ακόμη, αρβανιτοβάρβαροι σε ημιάγρια κατάσταση στα βουνά, το μόνο που γνώριζαν ήταν πώς να στουμπίζουν το γιαούρτι, και βέβαια τι πληθυντικός και πράσιν' άλογα... Τώρα λοιπόν που -απέξω όμως- μεταμφιέστηκαν, και βάλανε κουστούμια και γραβάτες (αλλά ακόμη πετούν γαρύφαλλα κάθε βράδυ στα σκυλάδικα ή κάνουν καρακιτσάτους σκυλαδοφιγουρατζίδικους βλάχικους γάμους), τώρα λοιπόν που απλώς και μόνο μασκαρεύτηκαν -μοιάζοντας απέξω μεν με μπίζνεσμεν αλλά από μέσα κρεττίνοι πάντα τσαρουχάτοι- ώστε ζούμε στις πόλεις ένα διαρκές γκροτέσκο καρναβάλι, δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να αλλάξουν κιόλας επί τής ουσίας, χάρις σε τι δηλαδή; επειδή το ράσσο κάνει τον παπά; γιατί τότε αλλοίμονό μας. Όταν δεν υπάρχει στη χώρα ετούτη ούτε ένας βουλευτής που, στην προσπάθειά του να γίνει γλαφυρός (δηλαδή να μάς πείσει ότι δεν είναι πια εκείνος που θυμόμασταν, ο αρχιτσέλιγκας ενός κωλοχωρίου), δεν μετέρχεται συστηματικά παρομοιώσεις -μεγάλου ύψους είναι αλήθεια- τού τύπου : "η ΝΔ θέλει και την κατσίκα και το γάλα. Αμ δε!"(και δεν περνάει εντωμεταξύ μέρα που να μην ακούμε στη βουλή μιά τέτοια ποιμενική μεταφορά άλλης εποχής), άντε τώρα να πείσεις ούτε καν τον βουλευτή (που ήδη με αυτόν θα ήταν μάταιος κόπος)αλλά, α φορτιόρι, τον περιπτερά ή τον ταξιτζή, να σού μιλούνε στον πληθυντικό. Εδώ ο άλλος (ένας διευθυντής παθολογικής κλινικής με μεγάλη μόρφωση παρόλα αυτά στη λογοτεχνία και την ποίηση, τεράστια προσωπική βιβλιοθήκη με πρώτες εκδόσεις ποιητών, και χόμπυ την μετάφραση τού... Φίνεγκαν τού Τζόυς(!), είπε σε δημόσια τηλεοπτική συζήτηση στον υπουργό υγείας ότι "κάνει πουστιές", και αποκάλεσε αξιοσέβαστο και ευγενή στους τρόπους δικηγόρο μαλάκα ("είσαι μαλάκας").
Αυτό είναι το απελπιστικότερο με τη βλαχιά τού ελληνόφωνου (μόνο στα μάτια βέβαια τών ικανών διαλεκτολόγων, αλλά αυτό είναι ένα θέμα άλλο), τού "ελληνόφωνου" ιθαγενή που ζούσε επί οθωμανικής αυτοκρατορίας στον ελλαδικό γεωγραφικό χώρο, ότι είναι τόσο ισχυρή και ταυτοχρόνως τόσο (παθολογικά) ναρκισσιστική και ξεροκέφαλη ώστε, σε αντίθεση με εκείνην -την αρχική- τού γαλάτη, τού φράγκου, τού κέλτη, τού σάξονα, τού βάνδαλου ή τού γότθου- είναι τόσο επίμονη ώστε παραμένει αποκάτω αμείωτη όσο και αν ο έλληνας καλλιεργηθεί, όσες στρώσεις εκπολιτιστικού μαίηκ-απ και κουλτούρας των άστεων και αν τής βάλει. Μένει αδιάβροχη σ'αυτές, πεισματική, και με την πρώτη ευκαιρία ξεπροβάλλει, φρέσκια και κορδωμένη όπως την πρώτη στιγμή. Το δράμα δηλαδή, για να το πούμε απλούστερα, με την Ελλάδα είναι ότι και οι διανοούμενοί της, που θα έπρεπε να εργάζονται για τον εκπολιτισμό και να σπρώχνουν τη βλαχόμαζα προς τα επάνω, είναι και η ίδιοι βλάχοι. Οριστικά, αμετάκλητα, ανυπέρβλητα και σχεδόν ανεξαιρέτως - βλάχοι. Όσο και αν διάβασαν, όσα και αν έμαθαν (πάρτε για παράδειγμα αμέσως αμέσως τον Ζουράρη αλλά όλους μωρέ, όλους).
Και το φρικωδέστερο, το ανιατότερο είναι ότι ο νεοέλληνας δεν χρησιμοποιεί καν τον ενικό για να σε μειώσει ή εν γνώσει εν πάση περιπτώσει τού ιδιάζοντος φορτίου τού πληθυντικού, το οποίο διαλέγει ως εκ τούτου, υπεύθυνα τρόπον τινά, να απορρίψει. Διότι δεν διαλέγει καν, οπότε ούτε απορρίπτει : οι δραστηριότητες αυτές ζητούν φαιά ουσία. Όχι, ο Έλληνας... ό,τι ξέρει ήδη κάνει, ούτε διαλέγει ούτε ψάχνει. Και τυχαίνει για κακή του τύχη να ξέρει απ' τον παππού του τον αρματωλό τής Επανάστασης το εξής : "...εγώ και τον Κιουταχή που τον αντίκρυσα, τον κοίταξα λεβέντικα στα μάτια και τού είπα : Κιούταχε να πας να γαμηθείς, γιατί και στη σούβλα να με βάλεις εγώ γραικός θα μείνω...". Οπότε αν ο προπάππους του μίλησε ενιστί στον στρατηγό τού ίδιου του τού αυτοκράτορα, πώς να μιλήσει στον πληθυντικό αυτός στο ανθρωπάριο που τόλμησε να πάρει το ταξί του. Θα γίνει η πρώτη αδερφή μέσα σε τέτοιο δοξασμένο σόι; Δεν το συζητάει καν. Και καταρχάς σού λέει "τι; υπάρχει κι άλλος μήπως από πίσω σου και δεν τον βλέπω; εγώ έναν βλέπω έναν λέω", και θα σε κοιτάξει με αυτά τα αγελαδερά, βλακώδη, άξεστα νεοελληνικά του μάτια, έμπλεα ψυχικού και πολιτισμικού κρεττινισμού, και θα πιστεύει τρομάρα του και ότι σε υπέβαλε.
Εν τέλει, για τον νεοέλληνα που σέβεται τον εαυτό του ο πληθυντικός είναι αδιανόητος και τέρμα (τις περισσότερες φορές δεν τον σκέφτεται καν ως πρόβλημα, δεν θεματοποιεί την απουσία του καν), αδιανόητος όχι ως επικοινωνιακό τερτίπι μόνο αλλά, πιο καίρια, ως ΉΘΟΣ, ως το ήθος εκείνο το οποίο ζητά κάπως να εκφραστεί και τελικά βρίσκει μεταξύ άλλων τη συγκεκριμένη επικοινωνιακή σύμβαση, η οποία έκτοτε και ως εκ τούτου δεν είναι ποτέ πια μιά σύμβαση και μόνο, ακριβώς όπως ένα γλωσσικό σημαίνον, αν και συμβατικής καταγωγής, δεν θα είναι ποτέ πια οι ήχοι του και μόνο. Πρέπει να το πάρουνε χαμπάρι όλοι οι "κωλοέλληνες" (Σαββόπουλος, και μπράβο του), δηλαδή ουσιαστικά όλοι οι Έλληνες: ζούνε στον τέταρτο κόσμο, ούτε καν στον τρίτο (γιατί ο τρίτος έχει τουλάχιστον συνείδηση ότι είναι τρίτος), έχοντάς τον χτίσει(καταστρέψει;) οι ίδιοι με τα χέρια τους και φυσικά κατ'εικόνα τους (και δεν διαθέτουν καν την δικαιολογία τής αποαποικιοποίησης, όπως η Αφρική ή η Ασία, που και μόνο γι'αυτό βρίσκονται έναν κόσμο μπροστά), και φυσικά οι πληθυντικοί τώρα κι όλα αυτά τι άλλο μπορεί να είναι σε έναν κόσμο τέτοιο από, στην καλύτερη περίπτωση (κοινό Ριζοσπάστη), πολυτελείς πρεσιοζιτέ παρηκμασμένων μπουρζουάδων που επιχειρούν -μάταια- να κάμουν την ανιαρή ευμάρεια τής ζωής τους και τον άφθονο ελεύθερο χρόνο τής φάσης τής παρακμής τους περίπλοκα με τρόπο περιττό, μόνο και μόνο για να διασκεδάσουν την ανία τους. Πρόκειται βασικά εδώ γι' αυτό το ψευτοματσό νταηλίκι, που φοριέται τόσο καλά από τον νεοέλληνα για να κρύψει εν εσχάτοις την, κάπου στο βάθος, παραμένουσα διαίσθηση -και σωστά- ότι ίσως η μεταμφίεσή του αυτή να μην τον κρύβει τελικά και τόσο, οπότε πλειοδοτήστε σε γκριμάτσες σωβινιστικές και ακατονόμαστες χειρονομίες απέναντι σε πολιτισμικά χαρακτηριστικά απείρως πιο καλλιεργημένων και λεπταίσθητων λαών, απέναντι στους γάλλους φερ' ειπείν, που με τα πρωτόκολλα και τα σαβουάρ βιβρ τους "είναι σαφές ότι είναι μάλλον λιγάκι αδερφές" - ξεχνώντας βέβαια ότι όταν οι ημιάγριοι φράγκοι και γερμανοί τού ενδέκατου αιώνα πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη στα πλαίσια τής πρώτης σταυροφορίας, αυτήν ακριβώς την εντύπωση αποκόμισαν από τους εξευγενισμένους, απείρως πιο πολιτισμένους τότε βυζαντινούς κατοίκους της - ότι μοιάζουν με αδερφές. Όμως οι άγριοι εκείνοι έκτοτε εκπολιτίστηκαν, ενώ η κουραδολεβεντιά τού Νεοέλληνα ζυγό δεν υπομένει, και άρα ούτε και εκείνον -κατεξοχήν όχι εκείνον- τού (εκ)πολιτισμού. Μένοντας όμως έτσι πολιτιστικά αστοιχείωτος και αγνοώντας πεισματικά τις στοιχειώδεις σύγχρονες πολιτιστικές γραμματικές, συνεχίζει να συγχέει λέξεις που στη γλωσσική γραμματική -και μονάχα εκεί- ομοιάζουν, όπως η βαρβατίλα και η βαρβαρότητα. Αν το να είσαι ημιάγριος βάρβαρος σημαίνει ταυτόχρονα ότι είσαι άντρας, κανένας δεν θα πρέπει να βρεθεί που να μπορέσει να πει τον έλληνα αδερφή. Και μεχρι τώρα πράγματι...
Οπότε : πάραυτα! να τρέψουμε την αδυναμία σε αξία, να πούμε πως εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε απολίτιστοι, αλλά αρρεννωποί, διόλου αιμορροειδοπάσχοντες αλλά ολιγομίλητοι βαρύμαγκες και ντούροι, και άρα κάτι τέτοια αδερφίστικα όπως οι πληθυντικοί και οι πολλές ευγένειες τα μασάμε χραπ! για πρωινό. Πως επίσης τον σεβασμό τον δείχνεις άμα θες κι αλλιώς, με χίλιους-δυό λιγότερο υπόπτως ντελικάτους τρόπους, και το θέμα είναι ακριβώς να θες, να νοιάζεσαι επί τής ουσίας κι όχι επί των τύπων για τον άλλον. Όπως φερ'ειπείν όταν είσαι περιπτεράς και λες στον πελάτη που στέκεται μπροστά σου και περιμένει να σταματήσεις να κοιτάς την τηλεόραση και να γυρίσεις προς το μέρος του, τού λες, γυρνώντας επι τέλους το κεφάλι αφηρημένα, βαριεστημένα και απειροελάχιστα -το βλέμμα δε ούτε μοίρα-, ένα βαρύ και ασήκωτο και ξυνισμένο "πέστοο..", πιο πολύ για να τον διώξεις παρά για να ψωνίσει. Ή όταν, εκτός απ' το να απευθύνεσαι στον άλλον με τον ενικό "τής ουσίας" (που τάχαμου δηλαδή ενδιαφέρεται για την ουσία πετώντας τα περιττά περιτυλίγματα, και κατά συνέπεια μεριμνά για "μιά σχέση με τον άλλο αυθεντική, χωρίς την υποκρισία τού δυτικού δημοσίου υπαλλήλου που σού λέει καλημέρα και ευχαριστώ χωρίς να σε αγαπά". Ενώ η αγάπη βέβαια που σού έχει ο αθηναίος ταξιτζής... αλλά τι τα θες, "όπου αγαπάει παιδεύει" καθώς λέει κι η πάνσοφη αρβανίτικη σοφία μας). Σχέση τόσο αγαπητική λοιπόν, ώστε επιτρέπει στον εαυτό της χωρίς κινδυνο να παρεξηγηθεί αυτήν τη ποιητική αδεια, το κατιτίς που κάνει την διαφορά, την ευαίσθητη πολυτέλεια, εκτός τού να μιλάς στον άλλον ενιστί, να μην τού λές ούτε και καλημέρα (γιατί σε ποιάς εφορίας το γκισέ έχετε ακούσει να ξεκινούν τη συνδιάλεξη μαζί σας με τη λέξη ετούτη;), ή, στο περίπτερο ή τον φούρνο, καλά ούτε χαίρεται, καλή σας μέρα, αντίο, αλλά ούτε, προπαντών!, ευχαριστώ. Για λόγους παιδαγωγικούς, για μην σε μαλθακώσει τόση τρυφερότητα και δεν γίνεις καλός κλέφτης στα βουνά. Δηλαδή από αγάπη πάντα.
Αυτός είναι ο νεοέλληνας, ένας ψευτονταής, βαρύς κι ασήκωτος κουτσαβακόβλαχος, τού οποίου η κουραδομαγκιά μόνο την ανασφάλεια και την κουτοπονηριά συναγωνίζεται, και δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι ο ίδιος αυτός άνθρωπος, ο δηλώνων οπαδός τών σχέσεων τών προσωπικών και ουσιαστικών, τής σχεσιακής πεμπτουσίας που οφείλει να λάμψει απαλλαγμένη από την δυσχεραίνουσα μαρμαρυγή τών περιττών "μπινελικιών", ο άνθρωπος αυτός είναι ικανός να στείλει την γυναίκα του στο νοσοκομείο επειδή η άμοιρη θέλησε την κρίσιμη στιγμή να τού χαρίσει έναν κατά τι πλουσιότερο οργασμό, δοκιμάζοντας -τολμώντας!- να βάλει στον ιερά παρθένο πρωκτό του ένα ή περισσότερα απ' τα δάχτυλά της (τι να τα βάλει, να τ'ακουμπίσει έξω έξω). Διότι το ένα με το άλλο δυστυχώς, και ας μην τούς φαίνεται, συνδέονται, καθόσον ο "προβληματισμός" τού νεοέλληνα σχετικά με τον πληθυντικό δεν απορρέει από κάποια έμφυτη λαχτάρα για διαλεύκανση τών κοινωνιολογικών ζητημάτων που η ετικέτα απανταχού και εν γένει θέτει, αλλά από μία ομοιόμορφη όσο και άκριτη ματσό απόρριψη κάθε εκφάνσεως μιάς κουλτούρας ραφιναρισμένης στοιχειωδώς, η οποία θα τού θύμιζε ίσως ανυπόφορα την άξεστη καταγωγή του. Αλλά για να καταπολεμήσει το κόμπλεξ -και δικαίως- του αυτό, ο έλληνας βρήκε είπαμε τη λυση : κάνει την αδυναμία αξία. Μόνο λοιπόν όταν πάψει να λατρεύει δημαγωγικά, αυτοκολακευτικά την βλαχοάξεστη συνθήκη του, τα "ντούρα", "αντρίκια", "λεβέντικα" ήθη τού χωριού του (άσχετο: η πιο σιχαμένη, έμπλεη υποκρισίας ελληνική λέξη : "λεβεντιά."), χωριό στο οποίο βέβαια θα ήταν αδιανόητο ο τοπικός αρματωλός η πρόκριτος αρχιτσέλιγκας να μιλήσει του ταβερνιάρη η του τσοπάνου στον πληθυντικό, καθώς φυσικά και το αντίστροφο.
Και επειδή απλώς βάλαν τώρα λιγότερο γελοία ρούχα, βγάλαν τα τσαρούχια και ήρθανε στις ωραίες μας πόλεις (κατακαίγοντάς τις και πνίγοντάς τις, ειρήσθω εν παρόδω, στο μπετόν), γιατί άραγε θα έπρεπε εξ αυτού μονάχα να καταλάβαιναν και αλλιώς την έννοια τής συνδυαλλαγής με τον συμπολίτη (πλέον και όχι τον συγχωριανό), σημαδεμένη στο μυαλό τους ανεξίτηλα από την αρχετυπική, αταβιστική γι' αυτούς μορφή της, αυτήν τού αλλοτινού αλλησβερισιού με τον τοπικό τους κοτσαμπάση, δηλαδή τού ρουσφετιού; Στην Ελλάδα σήμερα όποιος έχει ένα πόστο, μιά οποιαδήποτε καρέκλα, είται είναι σε ιδιωτική εταιρεία, σε δημόσια υπηρεσία ή και ψάθινη μονάχα μέσα σε περίπτερο, ή ακόμα εκείνη με το προσκέφαλο, τού ταξιτζή, όποιος ήδη κάθεται λοιπόν τη στιγμή που εσύ πάς να τον συναντήσεις ενόψει μιάς συνδυαλλαγής, και σε βλέπει πως εσύ είσαι αυτός που κινείται νά 'ρθει προς το μέρος του, αυτομάτως, μπαίνει ασυναίσθητα μες στη στολή του κοτσαμπάση και κορδώνεται σαν κόκκορας, και δώστου φαντασιώνεται ασυγκράτητα, πως τον έχεις ανάγκη (και πολλές φορές τον έχεις, οπότε η φαντασίωση τελείως, ακόμη κι έτσι, πλεοναστική), πως κινείσαι προς το μέρος του προς προυπάντησίν του ωσάν να είχε έρθει αυτός επίσκεψη στο χωριό σου για να ενημερωθεί ως προς τις τοπικές ανάγκες και να τις μαλακώσει με ρουσφέτια (αποζημιωμένα με το παραπάνω βέβαια, και μάλιστα πριν ακόμη λάβουν χώρα, από τα πλουσιοπάροχα, εις ανταπόδοσιν, πεσκέσια). Και σε βλέπει λοιπόν εσένα τότε, όχι μόνο πεσκέσι να μην τού φέρνεις, αλλά έναν μίζερο λογαριασμό να θέλεις μόνο να πληρώσεις, ένα πανασήμαντο μπλοκ αποδείξεων να τρυπήσεις, ένα μηδαμινό πακέτο τσιγάρα να τού αγοράσεις. Ε τι τώρα... έχεις και την απαίτηση να σού μιλήσει στον πληθυντικό; καταρχάς για να σού πει τι; ευχαριστώ για τον αναπτήρα που μού πήρες, το κυπελλάκι ή το κουτάκι τις τσίχλες; Ήδη τού χρωστάς τη ζωή σου με την εξυπηρέτηση που σού έκανε (για πήγαινε σε καμμιά άλλη χώρα, από τις δυτικές αυτές τις τάχαμου ανεπτυγμένες, να δεις αν θά 'βρεις περίπτερο ανοιχτό στις τέσσερεις η ώρα, και να πουλάει και τσιγάρα - χαα! θριαμβεύει εδώ..), ήδη έχει μπει στο πετσί τού ευεργέτη. Εξ ου και ο πατερναλισμός, στην καλύτερη περίπτωση (γιατί στην χειρότερη, και εξαιρετικά κοινή αλλοίμονο, θα τα πάρει τόσο με την ασημαντότητά σου ή εκείνην τού αιτήματός σου, ώστε, αν δεν σε βρίσει που τού διέκοψες το σήριαλ ή το ματς θα είναι εξαιρετικά αγενής και δυσάρεστος μαζί σου, αν είσαι τυχερός δια τής σιωπής του μόνο, μιάς σιωπής αντάξιας είν' αλήθεια σε υποβλητικότητα με εκείνην τού σκύλου όταν χέζει.
Και διακόπτω εδώ εφόσον κάπου εν πάσει περιπτώσει πρέπει να διακόψω, καθότι το θέμα ετούτο δεν έχει τελειωμό. Εντούτοις θα ήθελα πολύ να έχει γίνει τουλάχιστον σαφές το εξής, οπότε και το επαναλαμβάνω : η συζήτηση αυτή, τυπικά νεοελληνική, είναι μία συζήτηση επί πραγμάτων, στα μάτια πιο εκλεπτυσμένων πολιτισμικά χωρών, απολύτως αυτονόητων, και άνευ πραγματικού αντικειμένου : ένα ψευδοπρόβλημα εν ολίγοις, που μόνο εις βάρος τής επιλογής τού πληθυντικού μπορεί εν τέλει να υφίσταται και ουδαμώς επειδή τάχαμου εξισορροπεί, στα πλαίσια μιάς "αντικειμενικής", "ουδέτερης" συζήτησης, προσωρινά και μεθοδολογικά μέχρι η συζήτηση να καταλήξει σε συμπέρασμα, δυό αντίμαχους όρους ισοσθενείς. Σε μιά χώρα όπως η Γαλλία φερ' ειπείν, όπου ο μεσαιωνικός εξαθλιωμένος φράγκος φαντάρος τού μεσαίωνα (εκείνος ο ίδιος που εύρισκε τον κωνσταντινουπολίτη εκθηλυσμένο και αδερφίζοντα επειδή έκανε κάθε μέρα μπάνιο και περνούσε τον καιρό του λαμβάνοντας μέρος σε θεολογικές αντιπαραθέσεις στην αγορά), στη Γαλλία λοιπόν όπου ο παλαιός κείνος "κουτόφραγκος" έχει γίνει σήμερα φούρναρης, έστω, όχι κάτι παραπάνω, όπου ο φούρναρης όμως αυτός -ήδη ο φούρναρης- προσφωνεί αυθόρμητα το δωδεκάχρονο αγόρι που μπαίνει ν'αγοράσει κρουασσάν "νεαρό κύριο", ή το κορίτσι "ζεν ντεμουαζέλ" και φυσικά τούς απευθύνεται πάντοτε και μονάχα στον πληθυντικό, ή ακόμη ο λοχίας στον φαντάρο του ή ο δικαστής στον εικοσάχρονο άραβα εμιγκρέ κατηγορούμενο : στον πληθυντικό - σε μία χώρα σαν και αυτήν, μιά τέτοια συζήτηση όχι μόνο δεν κινδυνεύει να λάβει χώρα ποτέ, ως σκανδαλώδης από μόνη της, αλλά ούτε και ποτέ ως τώρα έλαβε.
Και δεν νομίζω πως οι Γάλλοι υποφέρουν γιατί τους μιλάνε στον πληθυντικό, ούτε πως γκρινιάζουν γιατί ο πωλητής τής Φνακ τους λέει όμορφα (αλλά επικίνδυνα, γιατί ψεύτικα) λόγια παρόλο που -ο υποκριτής!- είναι σαφές πως δεν τους αγαπάει.
Αντιθέτως, εκείνοι που ακούγονται, όταν ακούγονται, να γκρινιάζουν σχετικά με τη ζωή τους είναι οι ολίγοι ευρωπαικών ηθών (για τον ένα ή τον άλλον λόγο)έλληνες, που υποφέρουν από τη μη χρήση τού πληθυντικού απέναντι στο πρόσωπό τους και την αίσθηση βέβαια -ευτυχώς!- ότι τούτο μάλλον έλλειψη σεβασμού και ριζική αγένεια δείχνει, παρά αυθεντικό ενδιαφέρον να μην παραπλανηθείς και σχέση λιτή αλλ'αγαπητική.
Και κλείνω με κάτι άσχετο : Ραγιουέλα, ήμουν έτοιμος γλυκειά μου να σάς ψέξω (ο πατερναλιστικός τόνος που λέγατε, χωρίς όμως την εύκολη βοήθεια τού ενικού : πώς τον νοιώθετε;)- να σάς τίς βρέξω λέω γλυκειά μου γιατί δεν τηρείτε το δοντάκι στην αρχή τής κάθε παραγράφου, ενδίδοντας λοιπόν κι εσείς σ'αυτή την άθλια πρόσφατη νεοελληνική σνομπ λάιφστάιλ μόδα; Έως ότου επιχείρησα κι εγώ ν'αλλάξω παράγραφο κατά την σύνταξη τού παρόντος σχολίου.
Υ.Γ.
Πράγματι, απόλυτα αφροδισιακός ο πληθυντικός, σε μερικές τουλάχιστον περιστάσεις. Έχετε λοιπόν απόλυτο δίκαιο, κι ας το θίγετε το θέμα αυτό μονάχα ακροθιγώς, αθώα και εν παρόδω, με την εμπρηστική πλην ικανώς επίπλαστη ασυνειδησία μιας εμπειρίκειας νεανίσκης (μήν τυχόν προσθέτετε χρόνια στο βιογραφικό σας;), σε ένα και μοναδικό σημείο τού σχολίου σας, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω πως κατάλαβα : "καμμιά φορά είναι κρίσιμο να τηρούνται οι αποστάσεις κύριε" γράφατε, ή κάπως έτσι. Νομίζω πως καταλαβαίνω πότε εννοείτε. Το "κύριε" δική μου προσθήκη, το ομολογώ. Για την φαντασία. Δεν θα μού κρατήσετε κακία, έτσι δεν είναι;
Προς Άρτο του Δία: χαίρομαι που συμφωνείτε μαζί μου, και στον ενικό και στον πληθυντικό.
Αθήναιε, Αθήναιε, τι μου κάμνατε, ένα αστείο είπα να σας κάνω και ιδού πού φτάσαμε! Πάντως, σας ευχαριστώ για την ωραία αφήγηση της παιδικής σας ηλικίας, τρελαίνομαι να ακούω ιστορίες... Μωρό φραντζολέ, λευκό, ξανθό και ροδαλό, ε; Και πάλι αλλιώς σας φανταζόμουν, αλλά μη μου ξυπνάτε όψιμα μητρικά ένστικτα (όχι, μη φοβάστε, δεν θα σας τσιμπήσω).
Το "κύριε Δημήτρη" είναι πράγματι φρίκη, αν και μερικές φορές κι αυτό ακόμη ακούγεται συμπαθητικό, εξαρτάται πάντα ποιος το λέει.
Όσο για τις γαμήλιες αναζητήσεις σας, μη λέτε τέτοια, γιατί θα απογοητεύσετε το πολυάριθμο κοινό των θαυμαστριών σας, οι παρθένοι είναι είδος υπό εξαφάνιση, αφήστε που κινδυνεύετε να κατηγορηθείτε για παιδεραστία.
Cyrusgeo, σας ευχαριστώ πολύ για τις οδηγίες, θα τις ακολουθήσω συντόμως. Αλλά αλήθεια, όλοι κάνετε κάτι τόσο πολύπλοκο όταν βάζετε λινκ;
Προς Έλληνα Ανθέλληνα: Ξεφύγατε, αγαπητέ. Εμένα μου φαίνεται πως τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά, οι συνθήκες της επαφής μας με τους ανθρώπους ορίζουν πολύ συχνά αυτόματα και τον τρόπο με τον οποίο θα τους απευθυνθούμε. Η ευγένεια υπάρχει ανεξαρτήτως ενικού ή πληθυντικού. Επίσης, πρέπει να σας πω πως με φέρνει εξίσου σε αμηχανία η φιλολογία περί της ανωτερότητας της φυλής μας όσο και το τόσο μένος που εσείς εκφράζετε εναντίον της. Δεν ξέρω πώς να σχολιάσω το σχόλιό σας λοιπόν. Π.χ. δεν μπορώ να φανταστώ τη φουρνάρισσα της γειτονιάς μου, η οποία παρεμπιπτόντως μου απευθύνεται στον πληθυντικό, να αποκαλεί νεαρούς κυρίους και νεαρές τα δεκαεφτάχρονα που μπαίνουν στο φούρνο, θα μου φαινόταν επιεικώς γελοίο. Τους μιλά πάντως ευγενέστατα, αν και στον ενικό.
Εμπειρίκια νεανίσκη, όπως καταλαβαίνετε από την ηλικία μου, ούτε κατά διάνοια.
Κάπου στο τέλος του προηγούμενου σχολίου, ξέχασα κάτι "κυρίες", που απόμειναν μόνο "νεαρές".
Στη δουλεια μου, ευγενεστατοι ανθρωποι μου μιλουν στον ενικο και αγενεστατοι, για να το θεσω κομψα, στον πληθυντικο. Προτιμω τους πρωτους.
Εγω χρησιμοποιω γενικα τον πληθυντικο και για πελατες και για συναδελφους, εκτος αν ειναι εμφανως κατω των 17 η τους φωναζω με το μικρο τους ονομα (κατι που αυτοματα αποκλειει ανωτερους και μανατζμεντ, οι οποιοι ειναι παντα κυριος Ταδε, κυρια Ταδε, ειδικα μπροστα σε πελατη).
Εκτος εργασιας, συνηθως μιλαω στον πληθυντικο απο συνηθεια. Οταν ομως μου συστηνουν καποιον στον ενικο (κολλητοι κολλητων ή η πιτσιρικοπαρεα της αδερφης μου), μιλαω κι εγω στον ενικο. Επισης δε μπορω να φανταστω τους φιλους των γονιων μου να μου μιλουν στον πληθυντικο μονο και μονο επειδη μεγαλωσα. Πολλες φορες, οταν προκειται για ανθρωπους τους οποιους ξερω χρονια και ειναι και μεγαλυτεροι μου, ο πληθυντικος (προς εμενα) με ενοχλει λιγακι.
Τν πρώτη φορά φαίνεται βουνό -- αν το κάνεις 5-6 φορές θα του πάρεις τον αέρα...
Κ τον Ιησού, αγαπητή Ραγιουέλα, αλλιώς τον φαντάζονταν όλοι κ έπαθαν σοκ που πρόπερσυ το BBC κυκλοφόρησε την φωτογραφία από μια αναπαράσταση του προσώπου του η οποία φωτογραφία απεικόνιζε μια μέση ισραηλινή εβραιόφατσα κ όχι μια ελληνιστική εκδοχή του Μελ Γκίμπσον ( ξανθός , γαλανά μάτια, τετράγωνο θεληματικό πηγούνι κλπ) :-)
Σας είχα γράψει κ άλλα τρελλά αλλά τα έκοψα γιατί πήγαινε μακριά η βαλίτσα αν κ θα σας άρεσε τη ιστορία με τη γιαγιά μου που μας έβαζε να απαγγείλουμε το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας που έφτανε μέχρι την εποχή του Φερδινάνδου κ της Ισαβέλλας κ το διωγμό από την Ισπανία ή πάλι για την αρμαθιά με τα κλειδιά που είχε κ που υποτίθεται ότι ανήκαν στα σπίτια από τα οποία είχε περάσει το σόι στο διάβα των αιώνων.
Όλα αυτά βέβαια ήταν μούφες τεραστίων διαστάσεων.
Πώς να μην ενδιαφερθεί κανείς για τη μαγειρική όταν έχει μεγαλώσει σε τέτοιο περιβάλλον;
Αλλά γιαυτό έχω γράψει εδώ.
Εγώ ψάχνω για σπάνια είδη. Παρθένα, άθεη, παναθηναικός κ μητσοτακική αν κ το τελευταίο δεν είναι υποχρεωτικό να το έχει, θα την στρώσω εγώ πολιτικώς.Κ όχι μικρή βέβαια γιατί δεν μπορώ να κάνω τον μπαμπά.
θα ήθελα να αναφερθώ στο θέμα του link: αυτά που γράφει ο παραπάνω κύριος ισχύουν στο html mode. Στο compose mode αφού επιλέξουμε το κείμενο που μας ενδιαφέρει να συνδέσουμε κλικάρουμε το μικρό εικονίδιο που εικονίζει τους κρίκους της αλυσίδας.
και δίνουμε το στόχο του link στο μικρό πλαίσιο που πετάγεται.
Αγαπητή Ραγουέλα, είδατε που με έναν πληθυντικό πληθύναν και τα σχόλιά σας; Έχω να παρατηρήσω μόνον ως προς τη δήλωση ευγένειας -που στα ελληνικά δηλώνεται δια του πληθυντικού, με επιρροή από τα γαλλικά, σε άλλες γλώσσες δηλώνεται αλλιώς, ίσως λεξιλογικά, ίσως με τον τόνο της φωνής, ίσως ακόμη και βγάζοντας από την άκρη της μύτης τον βάτραχο, διότι σε πολλές κοινωνίες του εξωτερικού οι άνθρωποι κυκλοφορούν με βατράχους στη μύτη τους οποίους απομακρύνουν μόνον σε περίπτωση συνέντευξης με σπουδαιότερο ή γηραιότερο πρόσωπο- ότι ο ενικός είναι ένα εξαίρετο όπλο κοινωνικής ανατροπής, διότι, πώς να το κάνουμε, σε επεισόδιο του οποίου στάθηκα ετερόπτης μάρτυρας σε πανάκριβο εστιατόριο της οδού Φωκυλίδου, ο μετρ και ο συνάδελφος του κυρίου Αθήναιου έβριζαν σκαιότατα τον πελάτη σε γαστρονομικό ενικό που ετσάκιζε και τα κόκκαλα της σφυρίδας που μόλις είχαν καταναλώσει οι συνδαιτημόνες. Είναι δε, και το λέω αυτό απευθυνόμενος στον κο Αθήναιο, παρατηρημένο ότι σε πλείστα εστιατόρια του κέντρου οι σερβιτόροι δια του τουπέ και της αποδομημένης αγένειας, μιλώντας πάντα σε άπταιστο πληθυντικό Τ.Ε.Ι. τουριστικών επαγγελμάτων, υπονομεύουν σταθερά, συστηματικά και επαναστατικά τον γευστικό οίστρο των πελατών τους, υπονοώντας υποθέτω ότι "μην κοιτάτε, βρε ρεμάλι, που εγώ σας σερβίρω τώρα και είμαι υποχρεωμένος να καταγράφω τις παραγγελίες σας. Εγώ είμαι ταγμένος για τα ψηλά και όταν επέλεθει η επανάσταση θα σας φέρω καπέλο τη μους ραδικιού που με υποχρεώνετε να σας προτείνω". Δικαίως εν μέρει διότι μους ραδικιού μόνον στα πιο νεόπλουτα όνειρά τους είχαν φανταστεί και οι μεν και ο δε.
cp, προφανώς και συμφωνούμε. Απλώς εγώ, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μου είναι μοναχικό, δεν έχω παρά σπάνια επαγγελματικές υποχρεώσεις πληθυντικού. Όταν με συστήνουν φίλοι σε φίλους τους, συνήθως μιλώ στον ενικό.
cyrusgeo και She is a dracula, νομίζω πως τα κατάλαβα όλα, θα δοκιμάσω και το compose mode, φαίνεται ευκολότερο.
Αθήναιε, την ιστορία με το κλειδί την έχω μεταφράσει κάποτε, αν και αναφερόταν μόνο στα κλειδιά των σπιτιών των Εβραίων στην Ισπανία, μαζί με την προσευχή των Εβραίων που είχαν φύγει από εκεί. Όταν κατασκεύαζα φαντασιώσεις, δεν υπήρχε Μελ Γκίμπσον, θυμάμαι έναν πιο λεπτεπίλεπτο ξανθωπό Ιησού με μπουκλάκια. Αλλά ναι, μετά το μελαχρινό Ιησού, είστε η δεύτερη μεγάλη έκπληξη! Το ποστ με το λουλουδοψωμί το διάβασα και δεν έχω λόγια...
Κατά τα άλλα, μου αρέσουν οι άνθρωποι που ξέρουν τι θέλουν, σας εύχομαι να το βρείτε...
Ανώνυμε, δεν μπορείτε να κρυφτείτε πίσω από τη μάσκα της ανωνυμίας σας, σας αναγνωρίζω από την τρίτη λέξη σας. Το ύφος (ετερόπτης μάρτυρας!) και η φαντασία (μισό λεπτό να βγάλω από το στόμα το βάτραχο!) σας αποτελούν υπογραφή. Όσο για τη μους ραδικιού, μη με αναγκάζετε να πω περισσότερα... θυμάμαι.
She is a Dracula, είστε τέλεια! Ναι, προφανώς γίνεται με ένα απλό κλικ απο το Compose mode. Σας ευχαριστώ πολύ! Το δοκίμασα στο ήδη υπάρχον ποστ.
Αυτά τα "κούκλα μου" τα άκουσα κι εγώ άπειρες φορές από εκδότες στην Ελλάδα, μήπως το έχει το επάγγελμα;
Θυμάμαι τώρα κι εκείνο το ωραίο, Papá, váyase usted a la mierda, αλλά με τίποτα δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του συγγραφέα.
Εδώ παρόλο που πληθυντικός ουσιαστικά δεν υπάρχει, ο κόσμος είναι πάντα ευγενέστατος και φιλικός ταυτόχρονα, είτε στον εργασιακό χώρο είτε στο σούπερ-μάρκετ κι έχω καλομάθει. Δεν υπάρχουν εδώ διλήμματα αυτού του τύπου.
Να προσθέσω επίσης για άλλη μια φορά ότι απολαμβάνω όσα διαβάζω εδώ κι αν θέλεις (θέλετε) να μιλήσουμε για την Αργεντινή (και όχι μόνο) θα το ήθελα κι εγώ πολύ.
Εγώ βέβαια βρέθηκα εκεί πριν από μια δεκαετία αλλά οι αναμνήσεις είναι ακόμα πολύ έντονες.
Αν δεν δηλώνατε ότι γνωρίζετε τον ανώνυμο θα θεωρούσα ότι είναι κάποιο καμάκι κ θα έκανα ένα demo του ενικού αριθμού στις κουζίνες.
Ξέρετε, όταν αρπάξω βρίζω πολύ, πάρα πολύ. Ρίχνω καντήλια με την κλασική έννοια του όρου κ όχι μόνον αυτό, αν μου ανέβει η πίεση για τα καλά, ξεχνώ τους πληθυντικούς κ την αστική κουλτούρα κ φεύγω μπροστά για μπούφλες. Έχετε δει φρατζολάκι να ρίχνει πρώτο μπλούφλα; Άλλο πράγμα.
Έχω φάει πολύ ξύλο εννοείται αλλά τις περισσότερες τις έχω ρίξει πρώτος.
Με έχουν συλλάβει κ 2 φορες γιατί επιτέθηκα σε όργανα ως φίλος της ΣΦΕΒΑ πριν το βορειοηπειρωτικό γίνει ενασχόλιση για θρησκόληπτους αριστερούς κ άλλη μια φορά στο Λυκαβηττό περιφρουρώντας την κεραια του "Αθήνα 9,84".Βέβαια, μόλις έβλεπαν το διαβατήριο με άφηναν αμέσως. Τζαμπα μάγκας, δηλαδή.
Πάντως τους μίλαγα στον πληθυντικό όλες τις φορές κ μάλιστα τη μία φορά έφτασα στο σημείο να τραγουδήσω με άλλους τον εθνικό ύμνο. Ξέρετε, τα όργανα στο άκουσμα του εθνικού ύμνου πρέπει να αφήσουν τα γκλομπς κ να χαιρετίσουν γιατί αλλιώς μπορείς να τους καταγγείλεις.
Μετά έγινα Φιλελεύθερος.
Αυτά, γιατί φοβάμαι πως με έχετε παρασυμπαθήσει... :-Ρ
Να μας γράψετε κανένα account από τα μαθήματα τανγκό.
Αγαπητέ Αθήναιε, αντιλαμβάνομαι πλήρως από τα λεγόμενά σας πως είστε άγριος. Ως ήμερος ωστόσο δεν αισθάνομαι διωγμένος.
Εγώ είμαι των δύσκολων λύσεων... :-Ρ
(Διότι -- τι να κάνουμε; -- μου αρέσει να έχω τον έλεγχο των πραγμάτων, και απεχθάνομαι τους αυτοματισμούς...)
Κούκλα μου γεια στο στόμα σου!!!
(αστειεύομαι :-)
Ομολογώ πάντως πως με έχει προβληματίσει πολύ το θέμα. Υπερθεματίζω στο ότι από default ο πληθυντικός είναι ότι πρέπει να συμβαίνει, ωστόσο με ενοχλεί πολύ περισσότερο ο ενικός δια ζώσης απ’ ότι στο Δίκτυο.
Νομίζω πως η χρήση του πληθυντικού είναι καθαρά θέμα παιδείας, και ιδιαίτερα θέμα αισθητικής. Πάει πακέτο θαρρώ με την όλη αισθητική αντίληψη της πλειοψηφίας στην Ελλάδα – του μέσου έλληνα αν θέλετε. Ο ενικός κολλάει με το κομπολόι που οι χρήστες του δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί είναι απωθητικότατο (και αναπόφευκτο για τα αυτιά τουλάχιστον).
Στις μοναδικές περιπτώσεις που υιοθετώ τον ενικό ανεπιφύλακτα, αν και αρκετά πιεσμένος, είναι όταν παίζονται παιγνίδια εξουσίας. Π.χ. γνωρίζομαι με κάποιον από ιεραρχία παράλληλη με αυτή που ανήκω εγώ. Εγώ μιλώ στον πληθυντικό, αυτός αμέσως στον ενικό. Αν δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ηλικίας ώστε να μπορεί να το δικαιολογήσει, αναγκάζομαι να υιοθετήσω αμέσως στον ενικό. Αλλιώς είναι σαν να δέχομαι την «ανωτερότητα» του. Βέβαια αυτά είναι στη δουλειά και δεν τα πολύμετράω γιατί πληρώνομαι για να δουλεύω, αλλά να μου απευθύνει το λόγο στον ενικό κάθε πχ πωλήτρια και ταξιτζής όταν εγώ χρησιμοποιώ πληθυντικό το βρίσκω φρικτό.
Πάντως στο Δίκτυο μου έρχεται πιο εύκολα να γράψω στον ενικό. Ίσως γιατί ο κόσμος με τον οποίο επικοινωνούσα συνήθως ήταν είτε «φιλαράκια» - συμφοιτητές, φίλοι και συνάδελφοι – είτε μιλάγαμε στα αγγλικά. Τα τελευταία χρόνια πάντως που το Δίκτυο πια έχει μεγαλώσει πολύ νομίζω ακόμη μια φορά πόσο πιο σωστός είναι ο πληθυντικός. Πχ εσάς πώς να σας μιλήσω στον ενικό χωρίς να ξέρω πως είσαστε από 16 χρονών και κάτω? Πιθανολογώ πως δεν είστε οπότε δεν το κάνω.
ΥΓ. Πρώτη φορά έρχομαι από δώ…. Καλησπέρα και συγγνώμη για την πολυλογία… kαι για τα ελληνικά ¨-) συνήθως γράφω greeklish, alla anakalispa esxatos oti merikoi exoyn diksolies stin anagnosi tous (I wonder why :-))
Είμαι σίγουρος πως θα θυμόσασταν. Αλίμονο. Κύλησε η Χύτρα και βρήκε το καπάκι.
Cyrusgeo, κι εγώ των δύσκολων λύσεων είμαι, αλλά και γι' αυτό;! Όχι, μωρέ, αφήστε και καμιά φορά τον έλεγχο σε κανέναν άλλον ή και σε κανέναν... Χωρίς υπερβολές, πάντα...
Spireto72, με φρικάρατε μ' αυτό το κούκλα μου, γενικώς όλη η κουβέντα περί πληθυντικού ήταν ένα παιχνίδι, αλλά ως θέμα βλέπω πως μας απασχολεί. Εγώ πάλι επιμένω να μιλώ στον πληθυντικό όταν μου μιλούν στον ενικό σε τέτοιες περιπτώσεις, επιδεικτικά, μήπως και το "γαϊδούρι" καταλάβει... συνήθως δεν καταλαβαίνει. Καλά κάνετε και γράφετε ελληνικά, τα greeklish βαριέμαι να τα διαβάσω. Όσο για την ηλικία μου, είναι από τα πράγματα που δεν μπορώ να κρύψω, όπου δω ημερομηνία γεννήσεως, τη γράφω, χωρίς να το σκεφτώ, ολόκληρη. Μάλλον φταίει που η μαμά μου κρύβει τα χρόνια της. Άρα τη βλέπετε στο προφίλ.
Ανώνυμε, τα σχόλια σας τα έκανα κατ' ιδίαν, δεν θα επεκταθώ...
Δεν είχα δει το προφιλ σας. Λάθος μου.
Προς "Ανθέλλην": Ακατάσχετη λογοδιάρροια περί όνου σκιάς και αυτοκριτική νεοέλληνα εκ Παρισίων που δεν αντέχει το πετσί του. Κενή ουσίας και συνουσίας.
"Όσον περίσσοτερο μιλάΤΕ, τόσο εις τον πάτο παΤΕ".
Θα ΣΑΣ συμβούλευα να ηρεμήσεΤΕ ολίγον. Ίσως...
"Μια βόλτα στις Άλπεις θα Σ'εκανε να λάμπεις"
Πρός Rayela: πέστε στην Αθήναια (άσπρη, ξανθή κ ροδαλή...) από το Ισραήλ να φανερώσει το πραγματικό του φύλο και όνομα και να αφήσει τα παραμύθια. Θα ήτο πολλαπλώς χρήσιμο.
Γενικώς θα συμφωνήσω και εγώ. Ο πληθυντικός λοιπόν είναι άκρως υποκριτικός και δη εις τους Νεοέλληνας. Ακριβώς όπως ο ενικός εις τους Ανθέλληνας.
Παράδειγμα:
Αν πω π.χ. στον Αρτον του Δια:
"ΣΕ βρισκω πολυ μαλακα"
ειναι πιο πολιτισμενο απο το
"ΣΑΣ βρισκω πολυ μαλακα"
Αυτά.
"Δεν μπορω την μαλακίαν
και εις άλλα με υγειαν!"
Ath. Artopoulos
Ο πληθυντικός αριθμός
Ο έρωτας ,
όνομα ουσιαστικόν ,
πολύ ουσιαστικόν ,
ενικού αριθμού ,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού ,
γένους ανυπεράσπιστου .
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες .
Ο φόβος ,
όνομα ουσιαστικόν ,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός :
οι φόβοι .
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα .
Η μνήμη ,
κύριο όνομα των θλίψεων ,
ενικού αριθμού ,
μόνο ενικού αριθμού
και άκλιτη .
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη .
Η νύχτα ,
όνομα ουσιαστικόν ,
γένους θηλυκού ,
ενικός αριθμός .
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες .
Οι νύχτες από δω και πέρα.
Κική Δημουλά
Περισσότερα στη σελίδα http://clubs.pathfinder.gr/anima/114063
Φοβερή συζήτηση!
Ωραίο και το ποίημα.
Όσο για το παράδειγμα
Αλλά και σεις καλέ ανθέλληνα, τι χοντρό ζόρι που τραβάτε...
Καλό το πραδειγμα του ανώνυμου που βρισκει παντοιοτρόπως μαλακα τον ..Αρτιο Δύο!.
Αλλά γιατί αυτόν βρε παιδιά και όχι τον (?) Αθήναιο ας πούμε?
Θα μπω κι εγώ στην συζήτηση λοιπόν. Ξεκινάω:
Αν κάποιος μου έδινε την ευκαιρία να αλλάξω ένα πράγμα στην Ελληνική γλώσσα, θα καταργούσα τον πληθυντικό ευγενείας. Δεν προσφέρει κάτι ιδιαίτερο στη γλώσσα, παρ’ όλ’ αυτά δημιουργεί αρκετά προβλήματα. Ειδικά όσοι από σας έχουν ζήσει σε Αγγλόφωνη χώρα, ξέρετε για τι πράγμα μιλάω.
Ο πληθυντικός ευγενείας είναι ένας γλωσσικός μηχανισμός, με τον οποίο μπορούμε να υποδηλώσουμε σεβασμό προς κάποιον. Όμως δεν είναι αναγκαίος. Σίγουρα, στα Ελληνικά τον έχουμε συνηθίσει, και αν μιλήσω σε κάποιον στον ενικό, μπορεί να ακουστεί άσχημο. Όμως αν δεν είχαμε αυτή τη διάκριση, θα βρίσκαμε άλλους τρόπους. Στα Αγγλικά, προσθέτεις επιφωνήματα, όπως sir, madam, professor, your highness, ανάλογα με τη περίσταση. Στα Γιαπωνέζικα, σεβασμό μπορείς να δηλώσεις με σωστή επιλογή επιφωνημάτων. Ανάλογα με τη σχέση σου με κάποιον, μπορεί να προσθέσεις -kun, -san, -sama ή -dono στο τέλος του ονόματος τους. Πάνω απ’ όλα όμως, για να δηλώσεις σεβασμό, μπορείς να προσέχεις τι λες, και πως το λες.
Ως εργαλείο λοιπόν έχει τις χρήσεις του, αλλά δεν είναι αναγκαίο. Εκεί που ο πληθυντικός ευγενείας αρχίζει να μας τα χαλάει, είναι στις παρενέργειες του. Βλέπετε, δεν είναι καλό εργαλείο. Το κύριο πρόβλημα του είναι πως είναι πολύ στιβαρό, πολύ άκαμπτο. Είναι on ή off, digital και όχι analog, discrete και όχι continuous. Eίναι απόλυτο. Είτε χρησιμοποιείς πληθυντικό ευγενείας, είτε όχι. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει αρκετά προβλήματα.
Πρώτον, δημιουργεί αχρείαστα (μίκρο-)τριβές και απόσταση. Πολλές φορές, γνωρίζοντας κάποιον, δεν είναι εμφανές εαν θα πρέπει να χρησιμοποιήσεις ενικό ή πληθυντικό. Κάποιοι μπορεί να είναι πιο χαλαροί, και να σε θεωρήσουν λίγο περίεργο αν αρχίσεις με πληθυντικό, μα κάποιοι μπορεί να είναι πιο καθώς πρέπει, και να προσβληθούν εαν αρχίσεις με ενικό. Συνήθως, αν δεν είναι προφανές, αρχίζουμε με πληθυντικό. Αν και ο άλλος δεν ήταν σίγουρος, μόλις επιβαρύναμε μια σχέση που θα μπορούσε να αρχίσει με λιγότερο “δήθεν.” Στα Αγγλικά, από την άλλη, μπορείς να αρχίσεις με πιο επιφυλακτικό διάλογο και, αναλόγως πως πάει η συζήτηση, να εισάγεις πιο προσωπικά ή ανεπίσημα στοιχεία σιγά-σιγά.
Δεύτερον, είναι αχρείαστο το πόσο δύσκολα ξεπερνιέται. Ειδικά σε σχέσεις ισχύος, όταν ο ένας μιλάει στον ενικό μα ο άλλος στον πληθυντικό, ακριβώς επειδή είναι on και off η κατάσταση, είναι δύσκολο να το γυρίσετε σε δύο ενικούς, ακόμα και μετά από καιρό. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη σχέση ενός μεταπτυχιακού φοιτητή με τον καθηγητή του. Εαν εν αρχή ο φοιτητής μιλάει στο πληθυντικό, ακόμα και όταν γνωριστούνε καλύτερα, ίσως να είναι δύσκολη η αλλαγή. Ο καθηγητής ίσως νιώθει πως το σεις και το σας είναι λίγο υπερβολικά, αλλά ίσως να νιώθει και άβολα με τον ενικό. Το ίδιο και με τον μαθητή. Ίσως να θέλαν και οι δύο κάτι ενδιάμεσο. Αλλά ακόμη και αν δεν έχουν πρόβλημα με τον ενικό, πως γίνεται η μετάβαση; Θα πρέπει να γίνει κάποια ατυχής συζήτηση περί του θέματος; Ή θα πρέπει ο μαθητής να ρισκάρει, όταν πιστεύει πως τον παίρνει; Και πότε ακριβώς τον παίρνει; Το συζητούσαμε αυτό τις προάλλες με ένα φίλο μου, απόφοιτο του Μετσοβίου. Έλεγε πως δε μπορεί να μιλήσει στον ενικό στον καθηγητή της διπλωματικής του, ακόμα και τώρα που είναι αρκετά κοντά. Και πότε τον ρωτάω θα του μιλήσεις στον ενικό; Αν γυρίσεις και γίνεις και συ καθηγητής στο Μετσόβειο; Τότε ναι, μου απαντάει με σιγουριά. Ναι ε; Πότε δηλαδή; Από τη στιγμή που υπογράψεις το συμβόλαιο; Δεν θα είναι ξαφνικό τότε; Δε θα είναι αυτός καθηγητής, ενώ εσύ ένας απλός αναπληρωτής; Δε θα σου ρίχνει καμιά εικοσαριά σεβάσμια χρόνια, ακόμα και να γίνεις και συ καθηγητής; Η έλλειψη πληθυντικό ευγενείας στην Αγγλική, σημαίνει πως τέτοια χάσματα μπορούν να γεφυρωθούν πολύ πιο σταδιακά, και χωρίς τόσο κόπο και σκέψη.
Τρίτον, δημιουργεί καταστάσεις πραγματικά τραγελαφικές. Υπάρχουν, ας πούμε, κανά δυό μητέρες πάρα πολύ καλών φίλων, οι οποίες είναι και νεανικές στον τρόπο τους, και τις ξέρω από πολύ παλιά και πολύ καλά. Από τη μια, έχω το γλωσσικό προγραμματισμό μου που μου προτείνει να τους μιλήσω στον πληθυντικό. Από την άλλη, οι εμπειρίες μου προτείνουν να τους μιλήσω στον ενικό. Για την ακρίβεια, το να χρησιμοποιήσω τον πληθυντικό πιθανώς να υποδηλώσει και μια απόσταση που, με κάποιο τρόπο, ίσως και να είναι προσβλητική. Εξού και οι πολύ ατυχείς καταστάσεις όπου προσπαθείς να μιλήσεις δίχως να αποκαλύπτεις αν μιλάς σε ενικό ή πληθυντικό.
Να πω και κάτι άλλο: Μπορείς βέβαια και να καταργήσεις εντελώς τον ενικό όπως έγινε με τον ΑΡΤΙΟΝ ΔΙΟΝ. Λεγοντάς του κατάφατσα "κύριε μαλακα, χαθείτε από εδώ!". Οποία αντίθεση!
Μη ξεχνάμε πως όπως η ζωή επηρεάζει την γλώσσα, συμβαίνει και το αντίθετο. Οι Εσκιμώοι έχουν δε ξέρω ‘γω πόσες λέξεις για χιόνι, επειδή έχουν πολύ χιόνι. Eμείς είμαστε το αντίθετο. Το ότι έχουμε τον πληθυντικό ευγενείας μας επηρεάζει στην καθημερινή μας ζωή, στη κοινωνία μας. Είναι ένα συμβολικό εμπόδιο, ένας φράχτης μεταξύ των σεβάσμιων και των κατωτέρων τους. Το ότι υπάρχει, δε σημαίνει ότι είναι ειλικρινές. Μάλιστα το ότι είναι τόσο στιβαρό, τόσο όλα ή τίποτα, σημαίνει πως συχνά είναι μόνο κάτι το επιφανειακό. Η επισημότητα είναι κάτι το βλαβερό. Το βλέπεις στην Αμερική. Στο πόσο βοηθάει η ανεπισημότητα το κλίμα και τη παραγωγικότητα στις εταιρίες, στα πανεπιστήμια. Στο πόσο δύσκολο κάνει η υπερβολική επισημότητα του Προέδρου τους το να του φερθούν σαν απλό πολιτικό, υπεύθηνο για τα λάθη του.
Δυστυχώς, τον πληθυντικό ευγενείας μάλλον δεν τον γλιτώνουμε. Όπως όμως δύο γενιές πριν, πολλοί γονείς απαιτούσαν τα παιδιά τους να τους μιλάνε στον πληθυντικό, και τώρα κάτι τέτοιο σπάνια εμφανίζεται, υπάρχει και για μας ελπίδα.
Κωνσταντίνα Παπανίκα
Γιατί γράψαΤΕ "δεν μπορώ την μαλακίαν και εις άλλα με υγείαν"?
Δημοσίευση σχολίου
<< Home