el arte de la fuga

26.9.06

Το τέλος του ταξιδιού

Δεν ξέρω τι να γράψω για να κλείσει η ιστορία αυτού του ταξιδιού. Στο μεταξύ τις τελευταίες μέρες είμαι ολίγον σαν την τρελή προσπαθώντας να ετοιμαστώ, να φτιάξω αποσκευές, να αποχαιρετήσω ανθρώπους. Χτες έστειλα επιτέλους τα βιβλία μου, μετά πόνου ψυχής και με μπόλικο άγχος μήπως και τελικά οι κούτες δεν φτάσουν ποτέ στην Αθήνα. Αγόρασα δεύτερη βαλίτσα και μετά την άλλαξα για να πάρω μια μεγαλύτερη, αφού πέρασα ώρες βάζοντας και βγάζοντας τα πράγματά μου από τη μια βαλίτσα στην άλλη μέχρι που διαπίστωσα πως δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να χωρέσουν.
Χτες μεταξύ άλλων ήμουν καλεσμένη σε ένα είδος άτυπου σεμιναρίου μεταφραστών. Γίνεται στο Instituto de lenguas vivas (Ινστιτούτο ζωντανών γλωσσών) και χτες συμπλήρωνε δύο χρόνια ζωής. Είχαν καλέσει εμένα και άλλη μια μεταφράστρια από τη Βραζιλία και μας υπέβαλλαν σε ένα είδος συνέντευξης, διάφορες ερωτήσεις σχετικά με τη μεταφραστική μας πρακτική, τις δυσκολίες που έχουμε αντιμετωπίσει, τα πρακτικά της δουλειάς του μεταφραστή στις χώρες μας (αμοιβές, συνδικαλιστική οργάνωση, συμβόλαια με τους εκδότες, κτλ), διάφορους προβληματισμούς σε σχέση με τη μετάφραση γενικότερα και τη μετάφραση από τα ισπανικά ειδικότερα.
Η βραζιλιάνα έχει μεταφράσει δύο συγγραφείς που ονειρεύομαι να μεταφράσω κάποτε: τον Roberto Arlt, συγγραφέα της ίδιας περίπου εποχής με τον Μπόρχες, γεννήθηκε το 1900, ένα χρόνο μετά τον Μπόρχες, και πέθανε το 1942, και τον Antonio Di Benedetto, που είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις μου εδώ. Ο Di Benedetto γεννήθηκε το 1922 και πέθανε το 1986, την ίδια χρονιά με τον Μπόρχες δηλαδή. Η λογοτεχνία της Αργεντινής του 20ού αιώνα σφραγίζεται τόσο απόλυτα από τη μορφή του Μπόρχες ώστε φαντάζομαι πως θα ήταν πολύ δύσκολο να υπάρξει ένας συγγραφέας τόσο διαφορετικός από τον Μπόρχες όπως ήταν αυτοί οι δύο.
Ο Αρλτ βρίσκεται από την άλλη πλευρά της μπορχεσιανής ευρυμάθειας· όταν ο Μπόρχες, η Σιλβίνα Οκάμπο και οι άλλοι συγγραφείς του κύκλου τους διάβαζαν τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας από το εκάστοτε πρωτότυπο, ο Αρλτ είχε πρόσβαση μονάχα στις κακές συνήθως μεταφράσεις τους. Στην εποχή του κατηγορήθηκε ότι έγραφε άσχημα, κακά ισπανικά, ότι χρησιμοποιούσε λέξεις αδόκιμες. Πολύ αργότερα, μετά το θάνατό του, τον ανακάλυψε εκ νέου μια γενιά συγγραφέων, αν και πολύ συχνά ακόμη κι αυτοί που τον θαυμάζουν, θαυμάζουν το περιεχόμενο των έργων του και στέκονται αμήχανοι όταν πρέπει να μιλήσουν για το ύφος του. Ο Πίλια κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση σχετικά με τον Μπόρχες και τον Αρλτ στην Τεχνητή αναπνοή, λέγοντας πως ο Μπόρχες είναι ο τελευταίος μεγάλος συγγραφέας του 19ου αιώνα και ο Αρλτ ο πρώτος και ίσως ο μόνος μοντέρνος συγγραφέας της Αργεντινής. Ίσως το ευφυολόγημα να στηρίζεται και στη χρονολογία γέννησης του καθενός (1899 για τον Μπόρχες, 1900 για τον Αρλτ). Στα τέσσερα μυθιστορήματα που θεωρούνται τα σημαντικότερα του έργου του (El juguete rabioso, Los siete locos, Los Lanzallamas, El amor brujo) ο Αρλτ αναδεικνύεται σε ένα είδος Ντοστογιέφσκι του Ρίο δε λα Πλάτα, όσον αφορά τη θεματολογία του τουλάχιστον. Στο Los siete locos (Οι εφτά τρελοί), παραδείγματος χάρη, ο κεντρικός ήρωας, ο Ερντοσάιν, ένας μικροαπατεώνας, απελπισμένος από την έλλειψη χρημάτων και προοπτικών, γίνεται μέλος μιας μυστικής εταιρείας που έχει ιδρύσει ο Αστρολόγος, η οποία στοχεύει στην ανατροπή της κοινωνικής τάξης με όπλα την επιστήμη και την τεχνική. Η επανάσταση που ευαγγελίζεται ο Αστρολόγος θα χρηματοδοτηθεί από ένα δίκτυο πορνείων διάσπαρτων σε όλη την Αργεντινή. Ο Ερδοσάιν, ον μεταφυσικό μέχρι το μεδούλι, κάποια στιγμή θα αναζητήσει στο φόνο, σαν άλλος Ρασκόλνικοφ, την επιβεβαίωση της ύπαρξής του. Μακριά από την καλλιέπεια πολλών συγγραφέων της εποχής του, που προσπαθούν να ορίσουν τα σωστά ισπανικά και να αποκαθάρουν τη γλώσσα από μιαρές προσμίξεις, να τη σώσουν από την πληγή των μετανάστευσης, ο Αρλτ αντλεί το γλωσσικό του υλικό από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα του Μπουένος Άιρες, χρησιμοποιεί πολύ τα λουνφάρδο, την αργκό της πόλης, και όπως λέει ο Πίλια διά στόματος του Εμίλιο Ρένσι, της λογοτεχνικής περσόνας του, χειρίζεται αυτό που μένει και κατακάθεται στη γλώσσα, δουλεύει με τα υπολείμματα, με τα αποσπάσματα, με τη μείξη, δηλαδή δουλεύει με αυτό που είναι πραγματικά μια εθνική γλώσσα. Δεν αντιλαμβάνεται τη γλώσσα ως ενότητα, ως κάτι συνεκτικό και λείο, αλλά σαν ένα συνονθύλευμα, έναν ίλιγγο ιδιωματισμών και προφορών. Για τον Αρλτ η εθνική γλώσσα είναι ο τόπος όπου συμβιώνουν και αντιπαρατίθενται διάφορες γλώσσες, με τα επίπεδα ύφους και τους τόνους τους. Κι αυτό είναι το υλικό πάνω στο οποίο χτίζει το ύφος του. Αυτό είναι το υλικό που μεταμορφώνει, που το εισάγει, για να τον παραθέσουμε, στην «πολυπρισματική μηχανή» της γραφής του. Η ανάλυση του Πίλια είναι ό,τι πρέπει για να αποθαρρυνθεί ο μεταφραστής, ή τέλος πάντων για να το σκεφτεί πολύ σοβαρά προτού επιχειρήσει να μεταγράψει σε μια άλλη γλώσσα αυτό το ύφος.
Από την άλλη, ο Ντι Μπενεντέττο, που τον πρωτοδιάβασα εδώ, έχει ένα ύφος λιτό, απογυμνωμένο από κάθε περιττό στολίδι, και ταυτόχρονα απίστευτα πυκνό και ποιητικό. Κάποια στιγμή προσπάθησα να μεταφράσω κάτι, και σχεδόν σε κάθε πρόταση μου έβγαινε εντελώς αυθόρμητα η ανάγκη να προσθέσω μια λέξη, κάτι μικρό, ένα σύνδεσμο, ένα επίρρημα, η μετάφραση ήταν μια διαρκής μάχη ενάντια σ’ αυτή τη μηχανική αντίδραση, να μην προσθέσεις, να κρατήσεις τη γύμνια του ύφους του. Στο El silenciero, περιγράφει την απελπισμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου να γλιτώσει από τους θορύβους που πολιορκούν την καταθλιπτική ζωή του. Στο Los suicidas, την προσπάθεια ενός δημοσιογράφου να συνδέσει μεταξύ τους μια σειρά από αυτοκτονίες και να γράψει μια σειρά άρθρων, ενώ ο ίδιος παλεύει με το φάντασμα της αυτοκτονίας του πατέρα του. Στο Πεντάγωνο, ένα πειραματικό μυθιστόρημα που αποτελείται από διηγήματα, το κλασικό ερωτικό τρίγωνο διπλασιάζεται και γίνεται πεντάγωνο, αφού ο κεντρικός ήρωας, πέρα από απατημένος σύζυγος, τρέφει κι ένα ματαιωμένο έρωτα για μια δεύτερη γυναίκα, που φέρνει με τη σειρά της στην ιστορία έναν δεύτερο αντεραστή. Στο Zama, το σπουδαιότερο ίσως από τα μυθιστορήματά του, περιγράφει τη μοναχική ζωή του Δον Διέγο δε Σάμα, ενός υπαλλήλου του ισπανικού στέμματος, που στα τέλη του 18ου αιώνα υπηρετεί στην Ασουνσιόν, στην Παραγουάη, και περιμένει να μετατεθεί στο Μπουένος Άιρες. Η αφιέρωση του βιβλίου γίνεται «στα θύματα της αναμονής».
Κατά τα άλλα, εμείς οι μεταφραστές χαιρόμαστε πολύ να συναντιόμαστε μεταξύ μας και να μοιραζόμαστε τις απολαύσεις και τις δυσκολίες της δουλειάς, καθώς και τα λογοτεχνικά μας πάθη. Μετά το σεμινάριο συνεχίσαμε την κουβέντα μας στο Καφέ Μολιέρ, με μπόλικο κόκκινο αργεντίνικο κρασί.
Καμιά φορά σκέφτομαι πράγματα που θα ήθελα να έχω γράψει σ’ αυτό το μπλογκ και για κάποιο λόγο δεν τα κατάφερα. Για τα εξαιρετικά αργεντίνικα κρασιά, για τους paseaperros, που το επάγγελμά τους συνίσταται στο να βγάζουν περίπατο σκυλιά, κι έτσι βλέπει κανείς συχνά άνδρες ή γυναίκες να κυκλοφορούν στο δρόμο με πέντ’ έξι σκυλιά διαφορετικού μεγέθους και ράτσας. Για την ευγένεια των ταξιτζήδων, που με κάνει να ντρέπομαι κάθε φορά που θυμάμαι την εν λόγω επαγγελματική κατηγορία στην Ελλάδα, για την ευγένεια γενικότερα, που νομίζω πως είναι ένα από τα πράγματα που θα μου λείψουν πιο πολύ όταν θα φύγω. Για τις στολές που φοράνε οι μαθητές των περισσότερων σχολείων και για το γέλιο που κάναμε με τον αδελφό μου, μέχρι δακρύων, όταν συναντήσαμε ένα τσούρμο πιτσιρίκια που οι στολές του θύμιζαν τη λευκή ρόμπα του γιατρού ή του χασάπη και φανταστήκαμε ότι έβγαιναν από το δημοτικό σχολείο «Τα χασαπάκια», όπου μάθαιναν την εξαιρετική τέχνη της κοπής του κρέατος. Για κάποιες εκθέσεις που είδα, όπως μία που εγκαινιάστηκε πρόσφατα με θέμα τους desaparecidos των λατινοαμερικάνικων δικτατοριών. Για κάποια από τα βιβλία που διάβασα εδώ και μου άρεσαν πολύ. Για την επικαιρότητα των εφημερίδων και για την αργεντίνικη τηλεόραση. Για το περίφημο αμερικάνικο ριάλιτυ «Ο κύκνος», όπου τα θύματα (γιατί περί θυμάτων πρόκειται) υποβάλλονται σε σωρεία πλαστικών εγχειρήσεων μέχρι να εξαλειφθεί κάθε ίχνος της εικόνας του εαυτού τους· κάποια στιγμή το πέτυχα στην τηλεόραση και έμεινα άναυδη, τόσο άναυδη και σοκαρισμένη που δεν κατάφερα να αλλάξω κανάλι και το παρακολούθησα ολόκληρο. Για ένα βιομήχανο, που ο γιος του έπεσε θύμα απαγωγής και δολοφονήθηκε από τους απαγωγείς του, και τώρα ο πατέρας έχει στήσει μια ολόκληρη ιστορία με συγκεντρώσεις και ψηφίσματα, διεκδικώντας μεγαλύτερη ασφάλεια, και κοντεύει να βάλει υποψηφιότητα για πρόεδρος χρησιμοποιώντας την πιο συντηρητική και φασιστική ρητορική. Και για πολλά άλλα που τώρα ίσως δεν μου έρχονται στο μυαλό…
Αύριο θα κλείσω πια οριστικά τις βαλίτσες μου, θα επιβιβαστώ στο αεροπλάνο και μετά από κάμποσες ώρες θα αποβιβαστώ στο Ελ. Βενιζέλος. Θα ξαναδώ τους φίλους μου και τους δικούς μου μετά από τέσσερις μήνες, θα ξαναρχίσω να δουλεύω σε κανονικούς ρυθμούς, θα πρέπει να σκεφτώ τι θα κάνω μ’ αυτό το μπλογκ, που ξεκίνησε σαν ημερολόγιο ταξιδιού και αυτή η λειτουργία του αναγκαστικά θα τελειώσει μεθαύριο. Και ξαφνικά μου έρχεται και πάλι στο μυαλό εκείνη η φωτογραφία με την πισίνα, του Εδουάρδο Καρρέρα... Σκέφτομαι πως κάπως έτσι αισθανόμουν ξεκινώντας αυτό το ταξίδι, σαν να βρίσκομαι πάνω στον βατήρα και να ετοιμάζομαι να βουτήξω, και σκέφτομαι πως κάπως έτσι αισθάνομαι πάλι τώρα που επιστρέφω πίσω, σαν να στέκομαι πάλι σε έναν άλλο βατήρα, έτοιμη για μια καινούργια βουτιά... Και μετά;...

posted by Rayuela at 11:12 π.μ. 7 comments

17.9.06

Χωρίς τίτλο

Καπνίζω πολύ, πάρα πολύ για τα δικά μου δεδομένα, ξεπερνάω το ενάμισι πακέτο την ημέρα και πιο πολύ μου φαίνεται επειδή η ανάγκη μου για τσιγάρο κάποιες στιγμές γίνεται αφόρητη. Αναρωτιέμαι τι να σημαίνει αυτή η ξαφνική επαναφορά στο στοματικό στάδιο… Μου λείπει άραγε η μαμά μου, ή η μαμά πατρίδα; Παρ’ όλα αυτά λυπάμαι που θα φύγω. Μετράω τις μέρες, δέκα και σήμερα έχουν μείνει, και με πιάνει μελαγχολία… Κοιτάζω τα ονόματα των δρόμων, εκεί που περπατάω τέσσερις μήνες τώρα, και σκέφτομαι ότι σε δέκα μέρες θα έχω επανέλθει στα γνωστά, Χίου, Ψαρρών, Ακαδημίας, Σκουφά, Βαλτετσίου, Μαιζώνος, Βίκτωρος Ουγκό, Ασκληπιού, θα χορεύω πότε πότε τάνγκο, αυτό που δεν χόρεψα σχεδόν καθόλου εδώ, στην οδό Πορίνου και θα με κοροϊδεύουνε οι φίλοι μου που πήγα μόνο σε τρεις μιλόνγκες. Πότε θα ξαναβρεθώ να περιφέρομαι στη Μαρσέλο Τ. δε Αλβεάρ, στην Ταλκαουάνο, στην Παρανά, στη Βιαμόντε, στην Γκορρίτι, στην Ουμπέρτο Πρίμο, στη Νουέβε δε Χούλιο, στην Κόστα Ρίκα και στη Λιμπερτάδ, ουδείς γνωρίζει…
Στο διαδικτυακό μετεωρολογικό δελτίο Αθήνα και Μπουένος Άιρες έχουν περίπου την ίδια θερμοκρασία, μόνο που εδώ ετοιμάζονται για το καλοκαίρι (η άνοιξη έχει έρθει για τα καλά) και εκεί κάνετε μελαγχολικούς απολογισμούς των καλοκαιρινών διακοπών. Εγώ από χειμώνα σε χειμώνα, με ολίγον από άνοιξη/φθινόπωρο...
Γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους, τις τελευταίες βδομάδες γνώρισα την Τερέσα και τον Μαρτίν, που ανήκουν στην κατηγορία «αυτοί που θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι», ποιος ξέρει κιόλας ίσως και κάποτε να γίνουν φίλοι… Η Τερέσα είναι μεταφράστρια και ποιήτρια, στα σαράντα πέντε αλλά δεν της φαίνεται, έχουμε βγει δυο φορές παρέα και η επικοινωνία είναι αυτό που λέμε ρέουσα. Ο Μαρτίν Κόαν είναι στην ηλικία μου, είναι συγγραφέας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο, εδώ στο Μπουένος Άιρες και στο Τεπλέου στην Παταγονία, επίσης έχουμε βρεθεί δύο φορές και έχουμε περάσει πολύ όμορφα, ίσως επειδή δεν είναι μόνο που συμφωνούμε στα λογοτεχνικά γούστα και απόψεις, αλλά γιατί η κουβέντα μας ανοίχτηκε και σε πιο προσωπικά θέματα, επειδή μοιραστήκαμε κάτι περισσότερο από απόψεις για βιβλία. Ίσως και επειδή όσο περνάει ο καιρός μιλάω όλο και καλύτερα ισπανικά, όλο και πιο άνετα, δεν ξέρω… Νιώθω μια παράξενη απόλαυση μιλώντας αυτή τη γλώσσα. Κάθε φορά που συναντιέμαι με κάποιον, που περνάω λίγη ώρα κουβεντιάζοντας, εντάξει κουβεντιάζοντας ενδιαφέροντα πράγματα, φεύγω με μια αίσθηση απόλαυσης στο στόμα (να το πάλι το στοματικό στάδιο από την ανάποδη, αχ γιατρέ μου, περιμένετέ με, έρχομαι…). Μια φίλη εδώ με ρωτούσε αν έχω κουραστεί που μιλάω τόσο καιρό ισπανικά, της απάντησα πως όχι, το αντίθετο, αισθάνομαι μια απίστευτη ευχαρίστηση. Προχτές έλεγα σε μια φίλη, από την Ελλάδα αυτή, που μιλούσαμε στο τηλέφωνο, πως αν υπάρχουν προηγούμενες ζωές, εγώ σε κάποια από αυτές θα μιλούσα ισπανικά… Μου διηγείται μια ιστορία για μια γνωστή που ασχολείται μ’ αυτά τα γκουρουδίστικα, και που τους βρίσκουν λέει εκεί που πηγαίνει τις προηγούμενες ζωές τους… Η γνωστή λέει ήταν σε μια προηγούμενη ζωή της… βοηθός του… Ιπποκράτη… Γελάμε απίστευτα… Μου λέει, εσύ μπορεί να ήσουνα βοηθός του Θερβάντες, ναι, λέω, αυτός που του ενέπνευσε τον Σάντσο Πάντσα…
Τη βδομάδα που πέρασε γνώρισα άλλους δύο συγγραφείς, τον Σέσαρ Άιρα, μεταφρασμένο ήδη στα ελληνικά, που θεωρείται από κάποιους ο σημαντικότερος ζων συγγραφέας της Αργεντινής. Αυτόν τον τίτλο τον μοιράζονται δυο τρεις εδώ, ο Πίλια, ο Άιρα, ο Μαρσέλο Κόεν είναι κάποιοι για τους οποίους μια μερίδα των κριτικών λέει την ίδια φράση, ο καλύτερος ζων συγγραφέας και τα λοιπά. Ο Σέσαρ είναι παιδικός φίλος του φίλου μου του Αρτούρο, κανονικά θα έπρεπε να έχουμε γνωριστεί νωρίτερα, αλλά είναι και οι δύο μουρλοκομεία και δεν κατάφεραν να κανονίσουν κάτι όλο αυτόν τον καιρό. Και επιπλέον τη συνάντηση αυτή την είχα και παραγγελία από διάφορους στην Ελλάδα… Γράφει πολύ, έχει εκδώσει μέχρι τώρα καμιά 70αριά βιβλία, μικρά μυθιστορήματα ή νουβέλες, σε διάφορους εκδότες… Ο Μαρτίν μου έλεγε πως μπορεί να πάει και στον πιο μικρό εκδότη, σε κάποιον που σχεδόν συνειδητοποιεί ότι είναι εκδότης λόγω αυτής ακριβώς της επίσκεψης, και να του προτείνει ένα βιβλίο του. Λένε επίσης ότι είναι άνισος, ότι δεν διορθώνει αυτά που γράφει, ότι η ποσότητα στρέφεται εναντίον της ποιότητας· ο δικός μου, ο Πίλια, κάνει το αντίθετο, δουλεύει χρόνια ένα βιβλίο, το αφήνει, το ξαναπιάνει, αλλάζει και εμπλουτίζει την πρώτη του εκδοχή… Όμως τα τρία βιβλία του Άιρα που εγώ έχω διαβάσει, με καθοδήγηση είναι αλήθεια, μου άρεσαν πάρα πολύ. Στα ελληνικά έχουν βγει δύο, το Canto Castrato και σε μια έκδοση δύο νουβέλες, το Επεισόδιο από τη ζωή του περιπλανώμενου ζωγράφου και το Βαράμο (για την ακρίβεια, δεν είμαι τόσο σίγουρη για το Επεισόδιο/Βαράμο, γιατί επρόκειτο να κυκλοφορήσουν όταν έφυγα, αλλά δεν έχω μάθει αν αυτό έχει συμβεί ήδη. Το Canto Castrato δεν το έχω διαβάσει, τα άλλα δύο όμως αν έχουν κυκλοφορήσει πια, αξίζουνε τον κόπο και τα συστήνω ανεπιφύλακτα. Ο δεύτερος συγγραφέας που γνώρισα είναι ο Άλαν Πάουλς, διάβασα εδώ ένα βιβλίο του με τον τίτλο Το παρελθόν, που μου άρεσε πολύ και έτσι επικοινώνησα μαζί του. Για τον Πάουλς όμως, τον Μαρτίν Κόαν κι άλλον ένα συγγραφέα που επίσης γνώρισα και διάβασα εδώ, τον Σέρχιο Τσέιφεκ, υπόσχομαι να γράψω σύντομα ολόκληρη εντράδα.
Τις τελευταίες μέρες ζω λίγο σαν porteña, βγαίνω λιγότερο, κυρίως δεν βγαίνω και δεν τρώω μόνη μου παρά πολύ σπάνια, προσπαθώ να δουλεύω λίγο κάθε μέρα, μαγειρεύω, σήμερα θα κάνω το πρώτο μου τραπέζι… Ελληνική κουζίνα… Πρέπει κιόλας να ξαναρχίσω να μαγειρεύω σιγά σιγά γιατί τόσο καιρό από εστιατόριο σε εστιατόριο, φοβόμουν ότι έχω ξεχάσει να φτιάχνω και σαλάτες. Απ’ ό,τι τους βλέπω όμως τους λαχανοντολμάδες μου στην κατσαρόλα, και η μαγειρική είναι μάλλον σαν το ποδήλατο και το σεξ, άμα τη μάθεις δεν την ξεχνάς… Η φίλη μου η Τερέσα προσπαθεί να με πείσει να κάνουμε καμιά βόλτα με ποδήλατα, έχει δύο και πηγαίνει στη Reserva Ecológica κάθε μέρα και κάνει βόλτες. Εγώ φοβάμαι πάντως, γιατί καλά αν δεν σου πετύχουν οι λαχανοντολμάδες, τους πετάς στα σκουπίδια και καλείς τους φίλους σου στο κοντινό εστιατόριο, αν ξεγελαστείς όμως και φας καμιά σούπα με το ποδήλατο… απαπά, στην ηλικία μου τραυματίας εκ ποδηλάτου, ούτε να το σκεφτώ δεν θέλω…
Πάντως χτες που πηγαίναμε στο σινεμά περάσαμε από μια παιδική χαρά και κάναμε κούνια, σαράντα και σαράντα πέντε χρονών γαϊδούρες, αλλά ήταν πολύ δελεαστικές οι κούνιες, και είπα να μη φανώ κι εγώ εντελώς βλαμμένη, οπότε είπα ναι στις κούνιες, για να ισορροπήσω λίγο το όχι στο ποδήλατο… Και διακόψαμε το ζευγαράκι που φιλιόταν περιπαθώς στο παγκάκι δίπλα στις κούνιες και ποιος ξέρει τι κατάρες θα μας ρίξανε μες στα μαύρα μεσάνυχτα… Στο σινεμά είδαμε μια ταινία με τον τίτλο Πορνό, ένας τύπος τραβάει μια πειραματική ταινιούλα κατά τη διάρκεια του γυρίσματος μιας πορνοταινίας σε κάποια παρατημένη βίλα στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες. Δράμα μεγάλο, η ταινία δεν ήταν πολύ σπουδαία, είχε μια πλάκα πάντως, και οι σκηνές του γυρίσματος ήταν απίθανες, τόση βαρεμάρα και πλήξη οι καλλιτέχνες, απίστευτο. Ο δε σκηνοθέτης, της πειραματικής ταινίας, ενάλλασσε για κάποιον (σχεδόν) άγνωστο λόγο σκηνές σεξ (για την ακρίβεια απομίμησης σεξ) με σκηνές από τη ζωή των ζώων, μυρμήγκια που κουβαλούσαν φυλλαράκια δίπλα στην πισίνα, μύγες που ξεκουράζονταν στα οπίσθια και ανάμεσα στους μηρούς μίας εκ των καλλιτέχνιδων σε «στιγμές μεγάλου λεσβιακού πάθους». Ωραίο ήταν το επεισόδιο της ανικανότητας, όπου εις εκ των καλλιτεχνών δεν τα καταφέρνει και το γύρισμα της εν λόγω σκηνής αναβάλλεται για την επόμενη φορά, ή και η απίθανη προσπάθεια που κατέβαλλε η ομάδα των καλλιτεχνών για να γυρίσει μια σκηνή όπου μια πιτσιρικοειδής καλλιτέχνις (όχι, σίγουρα δεν ήταν πιτσιρίκα, μην τους πάτε το Ηθών) προσπαθεί να συνουσιαστεί ταυτοχρόνως με τρεις εκ των αρρένων καλλιτεχνών, μεγάλη ταλαιπωρία, αν γυρίζονται έτσι οι τσόντες, απορώ πώς το κάνουν αυτοί οι άνθρωποι. Πάντως στα διαλείμματα ήταν μια χαρά παιδιά, κανονικοί άνθρωποι, έστελναν μηνύματα με τα κινητά, ψήνανε κρεατάκι και κόβανε σαλάτες, κουβεντιάζανε για τα έτερά τους ημίσεα και τα παιδιά τους. Αν είχαν υπολογιστή, μπορεί να γράφανε και στο μπλογκ τους, δεν θα ήταν άσχημα… Τέλος πάντων, εγώ τσόντες δεν βλέπω, όπως σχολίαζα προσφάτως και στο μπλογκ του old-boy, που ομολογώ πως δεν κατάλαβα τι ακριβώς ήθελε να πει με τη σχετική εντράδα του και τα σχόλια με μπέρδεψαν ακόμη πιο πολύ. Τι να πω κι εγώ άλλωστε, ούτε το είδος έχω καταφέρει να διαιωνίσω ακόμη, σε αντίθεση με τέσσερις φίλες μου, που θα γυρίσω μετά από τέσσερις μήνες στην Ελλάδα και θα τις βρω από ολίγον ως πολύ έγκυες… Καλά τι έγινε, κορίτσια, έπεσε επιδημία φέτος, πώς τα καταφέρατε και συγχρονιστήκατε όλες μαζί; Κι εγώ δηλαδή, καλά έκανα που έφυγα εντέλει ή μήπως όχι; Ποιος να το ξέρει κι αυτό… qué sé yo… που λένε και οι φίλοι μου οι Αργεντίνοι…
Λοιπόν, ορίστε άλλη μια εντράδα που από την πόλη έρχεται και στην κορφή κανέλλα, ό,τι μου έρχεται γράφω, κι αυτό γιατί αντί να γράφω κάθε μέρα κι από κάτι, τα μαζεύω και μετά δεν ξέρω τι να πρωτογράψω. Υπόσχομαι μέχρι να φύγω να γράφω κάθε μέρα, μικρές εντράδες με συγκεκριμένο θέμα, αν και ξέρω ότι αυτές οι χύμα αρέσουν σε ένα τουλάχιστον μέρος του αναγνωστικού μου κοινού (λέγε με Αθήναιο και Id), αλλά πρέπει κι εγώ κάπως να καταφέρω να συγκεντρωθώ.
ΥΓ. Α, βγήκε και η Γυναίκα της ζωής μου, με το κείμενο περί ψυχανάλυσης, και είμαι μες στην καλή χαρά.


posted by Rayuela at 7:21 μ.μ. 22 comments

Pucherito de gallina...

Η αλήθεια είναι πως στον d for democracy (;) έπρεπε να στείλω αυτή τη συνταγή που γίνεται μονάχα με κοτόπουλο. Επειδή όμως έχει αναλάβει να ταϊζει όλο το πολιτικό φάσμα, προτίμησα το puchero criollo, που είναι για όλα τα γούστα και ο καθένας ας σερβιριστεί το κρέας που προτιμά... Και όποιος θέλει ας πάρει ένα με απ' όλα... όπως με τα σουβλάκια.
Εμένα μου αρέσει και το ομώνυμο τραγουδάκι, που μιλά για μια χαμένη νιότη στα καμπαρέ και στα ντάνσινγκ του κέντρου του Μπουένος Άιρες μιας παλιάς εποχής.
Με είκοσι Απρίληδες κατέφθασε στο κέντρο και βρέθηκε στα καμπαρέ να τραγουδάει. Στο καμπαρέ "Τροπεσόν", η αιώνια ρουτίνα, pucherito de gallina και κόκκινο φτηνό κρασί. Τραγούδησε στα παλιά γνωστά στέκια και κατέληξε τώρα πια να μη βρίσκει πουθενά σπιτική ζεστασιά, οικογένεια και τα χαμένα νιάτα. Ωραίο, νοσταλγικό και μελαγχολικό.
Οι ισπανικοί στίχοι εδώ:

Con veinte abriles me vine para el centro,
mi debut fue en Corrientes y Maipú;
del brazo de hombres jugados y con vento,
allí quise, quemar mi juventud...
Allí aprendí lo que es ser un calavera,
me enseñaron, que nunca hay que fallar.
Me hice una vida mistonga y sensiblera
y entre otras cosas, me daba por cantar.

Cabaret... "Tropezón"...,
era la eterna rutina.
Pucherito de gallina, con viejo vino carlón.
Cabaret... metejón...
un amor en cada esquina;
unos esperan la mina
pa' tomar el chocolate;
otros facturas con mate
o el raje para el convoy.

Canté en el viejo varieté del Parque Goal,
y en los dancings del viejo Leandro Alem;
donde llegaban "chicas mal de casas bien",
con esas otras "chicas bien de casas mal"...
Con veinte abriles me vine para el centro;
mi debut fue en Corrientes y Maipú.
Hoy han pasado los años y no encuentro,
calor de hogar, familia y juventud.

Στο λινκ του τραγουδιού παραπάνω, μπορείτε και να το ακούσετε. Η αλήθεια είναι πως ακόμη δεν έχω καταλάβει αν το πρόσωπο που μιλάει είναι άντρας ή γυναίκα...
posted by Rayuela at 2:07 μ.μ. 0 comments

11.9.06

Έλληνες στην Αργεντινή

Περνάνε οι μέρες και πλησιάζει πια η ημερομηνία της αναχώρησής μου. Σε δυο βδομάδες περίπου από σήμερα θα επιβιβάζομαι στο αεροπλάνο της επιστροφής. Αρχίζω τις προετοιμασίες. Το πώς θα στείλω τα βιβλία φαίνεται να είναι το σημαντικότερο ζήτημα που πρέπει να επιλύσω, σήμερα μου προέκυψε δεύτερο πρόβλημα με την εταιρεία που μου παρέχει τη σύνδεση στο Ίντερνετ. Αντιμέτωπη με την πιο απίστευτη γραφειοκρατική βλακεία (μου ζητάνε να πάει να διακόψει τη σύνδεση ο προπροηγούμενος ενοικιαστής του διαμερίσματος, που ένας θεός ξέρει πού μπορεί να βρίσκεται σήμερα), έχω την αίσθηση πως επιστρέφω ήδη στην Ελλάδα. Τέλος πάντων όμως, κάπως θα πρέπει να το λύσω κι αυτό.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια στο μπλογκ. Ξεκινάω να γράφω και μου έρχονται διάφορες ιστορίες, ιστορίες με ταξιτζήδες, ιστορίες από τις εφημερίδες ή από την τηλεόραση. Κι ωστόσο ξαφνικά αναρωτιέμαι ποιον μπορεί να ενδιαφέρουν όλα αυτά. Σήμερα λοιπόν, με την αίσθηση πως όπου να ’ναι επιστρέφω, λέω να γράψω ιστορίες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονται με την Ελλάδα.
Χτες διάβασα στην εφημερίδα για ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο στο Τουκουμάν, που το έχει ένας Έλληνας, ο Μιγέλ Φραγκούλης. Αφού αρνήθηκε να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση και να γίνει καπνοπώλης ή να πουλάει σοκολάτες (χάνοντας την ευκαιρία να καταλήξει κάποτε δεύτερος Ωνάσης ή έστω Γεωργάλος), άνοιξε στις αρχές της δεκαετίας το βιβλιοπωλείο El griego. Στη διάρκεια της δικτατορίας έκλεισαν το βιβλιοπωλείο και έκλεισαν και τον ίδιο στη φυλακή για κάποιους μήνες. Δεν έπαψε όμως να πουλάει απαγορευμένα βιβλία. Στο βιβλιοπωλείο του γίνονται συναυλίες, κινηματογραφικές προβολές, ομιλίες συγγραφέων, εκθέσεις τέχνης. Υπάρχει μπαρ γιατί ο ίδιος λέει ότι φαντάζεται πάντα μαζί τα βιβλία, τον καφέ, το αλκοόλ και τον καπνό.
Δεύτερη ελληνική αναφορά χτες, στο πολιτιστικό κανάλι [á], σε μια εκπομπή για τον Εδουάρδο Καρρέρα ακούγονται ξαφνικά «Τα παιδιά του Πειραιά» σε μια πολύ ωραία εκτέλεση ενώ δείχνουν φωτογραφίες από το βιβλίο του με τον τίτλο Salud (Υγεία) όπου προσπαθεί να φτιάξει μια βιογραφία του θείου του, γνωστού με το προσωνύμιο ο Κόμης, αλκοολικού και μαύρου πρόβατου της οικογένειας. Κάποια στιγμή ο Εδουάρδο περιγράφει μια πολύ ωραία εικόνα από μια παλιά φωτογραφία. Τον θείο του λέει τον έπαιρναν μαζί τους στις γιορτές με τον αυστηρό όρο να μην αγγίξει αλκοόλ. Στη φωτογραφία λοιπόν, τραβηγμένη κάποια παραμονή πρωτοχρονιάς, όλοι οι συνδαιτυμόνες εμφανίζονται σε κατάσταση ευθυμίας, με ποτήρια σαμπάνιας στο χέρι, ενώ σε μια γωνία ο θείος κρατά σφιχτά, πολύ σφιχτά, σαν να αρπάζεται από αυτό, ένα μπουκάλι κόκα-κόλα. Ακούω τα «Παιδιά του Πειραιά» βλέποντας τις φωτογραφίες και παραδόξως συγκινούμαι.
Τις τελευταίες μέρες μαζί με κάποιους φίλους Έλληνες που βρίσκονται εδώ, έχω επισκεφθεί κάποιες μιλόνγκες. Για όποιον δεν τον ξέρει, μιλόνγκα είναι το μέρος όπου χορεύεται τάνγκο. Δεν έχω πάει σε τουριστικές μιλόνγκες, αυτές που προσφέρουν σόου και φαγητό για τους τουρίστες, δεν ξέρω πώς είναι. Αυτές που εγώ έχω επισκεφθεί, η La Viruta, το Salon Canning και το El Beso, είναι μιλόνγκες όπου πηγαίνουν οι Αργεντίνοι για να χορέψουν. Είναι κάτι μεταξύ παλιάς ντισκοτέκ και κέντρων που παραχωρούνταν για χορούς και συνεστιάσεις, πάλι όμως μιλώντας για πριν από μερικές δεκαετίες. Πρόχειρη επίπλωση, ελάχιστη ή καθόλου διακόσμηση, σχετικό σκοτάδι, φτηνές τιμές, και χορός. Κόσμος κάθε ηλικίας, από γέρους μέχρι πιτσιρίκια, αν και αλλού υπερισχύουν οι μεν και αλλού οι δε. Χτες που είχα πάει με τα κορίτσια στο El Beso, όλο το παιχνίδι γινόταν με τα μάτια από απόσταση. Οι άνδρες και οι γυναίκες κάθονταν χωριστά και ξαφνικά κάποιος σου έκανε ένα νόημα από απόσταση αν θέλεις να χορέψεις μαζί του. Βασάνισα τρεις καβαλιέρους, έναν μάλιστα και διάσημο, παλιό δάσκαλο και σπουδαίο χορευτή, ονόματι Τετέ, η διαφορά ήταν εμφανής, διότι τον βασάνισα λιγότερο από τους άλλους, με οδηγούσε πιο αυστηρά, αν και προφανώς δεν χάρηκε ο άμοιρος καθόλου το χορό. Οι φίλοι μου πηγαίνουν κάθε βράδυ σε μιλόνγκα και συνήθως την κλείνουν, πράγμα που σημαίνει ότι φεύγουν πάντα τα ξημερώματα και πηγαίνουν για πρωινό. Σκέφτομαι πως έχουμε δει δύο τελείως διαφορετικές πλευρές της πόλης, πως είναι σαν να έχουμε επισκεφθεί άλλη πόλη.
Καμιά φορά επισκέπτομαι την κάβα που βρίσκεται πολύ κοντά στο σπίτι μου, ένα τετράγωνο απόσταση, για να αγοράσω κρασιά. Ο ιδιοκτήτης της είναι Έλληνας, ο κύριος Λεωνίδας Σαρφάτης. Είναι εδώ πενήντα χρόνια περίπου, ήρθε τελευταίος από την οικογένειά του. Μιλάμε στα ελληνικά, εκείνος τα μιλάει τραγουδιστά με τη μουσική και των επιτονισμό των αργεντίνικων. Μου λέει πως έρχεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, αλλά τώρα πια δεν έχει κανέναν γνωστό εκεί. Η οικογένειά του όλη βρίσκεται εδώ κι όσους φίλους είχε από την εποχή που ζούσε ακόμη στην Αθήνα, έχουνε πια πεθάνει.
Στο σπίτι του φίλου μου του Αρτούρο, όπου έφαγα την προηγούμενη εβδομάδα, σε ένα δείπνο με αργεντίνους της διασποράς, μια γαλλίδα εξ αγχιστείας και μια ελληνίδα απλώς σκόρπια, γνώρισα τον Αρνάλντο Καλβέιρα, αργεντίνο ποιητή που ζει χρόνια στη Γαλλία. Ήταν φίλος του Τσαρούχη και πολλών άλλων Ελλήνων που βρέθηκαν στο Παρίσι την εποχή της δικτατορίας, με τη γαλλίδα γυναίκα του έρχονται συχνά στην Ελλάδα για διακοπές, στην Κρήτη ή στη Σκύρο, όπου έχουν φίλους. Μας έλεγε πως ο Τσαρούχης του είχε χαρίσει έναν πίνακα που κάποια στιγμή εξαφανίστηκε από το σπίτι του. Υποψιάζονται ότι τον πήρε η μπέιμπι σίττερ. Αντίθετα, τον πίνακα που τους είχε χαρίσει ο Κούνδουρος, τον πήρε ό ίδιος πίσω, όταν αντελήφθη ότι δεν τον είχαν κρεμάσει στο σαλόνι τους.
Ιστορίες με Έλληνες, ιστορίες που κάποια σχέση έχουν με την Ελλάδα, ίσως γιατί ετοιμάζομαι πια να γυρίσω πίσω. Ξέρω κι εγώ. Ίσως την επόμενη φορά επιστρέψω στα αργεντίνικα. Η ζωή μου εδώ έχει ακόμη περίπου δυο βδομάδες μέχρι την ολοκλήρωσή της. Και φυσικά δεν έχουν σταματήσει ακόμη να συμβαίνουν διάφορα.
Update: Με αφορμή ένα σχόλιο του Δημήτρη Μπενόπουλου σε παλιά εντράδα και μια συζήτηση με φίλο από την Ελλάδα στο τηλέφωνο, ανακάλυψα πρώτον έναν Έλληνα αγωνιστή στον αγώνα της Ανεξαρτησίας της Αργεντινής, τον Νικολάς Χόρχε (ή Νικόλαο Γεώργιο ή Γεωργίου) Κολμανιάτη (Υδραίο τη καταγωγή, η κυβέρνηση της Αργεντινής έχει στήσει και το άγαλμά του στην Ύδρα) και μια σελίδα στην οποία σας παραπέμπω για τους Έλληνες στην Αργεντινή και τη Λατινική Αμερική και για τον Νόστο στον οποίο αναφερόταν ο κ. Μπενόπουλος στο σχόλιό του (ελπίζω να το δει αυτό εδώ). Κάτι συμπτώσεις που συμβαίνουν τελικά, έμαθα πρόσφατα πως στο Μιλάνο υπάρχει οδός Μπουένος Άιρες και εκεί βρίσκεται τώρα αγαπημένος αναγνώστης του μπλογκ.
posted by Rayuela at 3:05 μ.μ. 17 comments

4.9.06

Παιδικές φωτογραφίες στο Hotel Memory


Πάλι στην παιδική φωτογραφία


Στην τελευταία μετακόμιση χάθηκαν όλες οι φωτογραφίες της. Δεν έμεινε καμιά, ίσως μόνο αυτές που κάποτε περάσανε σε χέρια άλλων. Κανένα ενθύμιο λοιπόν. Τα ενθύμια, όπως και η νοσταλγία, σκέφτηκε ή ίσως και να το θυμήθηκε, ίσως το ’χει διαβάσει κάπου, δεν δείχνουνε το παρελθόν, αλλά το μέλλον. Αυτό που κάποτε υπήρξε, ως ενδεχόμενο, ως προσδοκία, ως σκοπός. Τώρα είναι καθισμένη σε μια πολυθρόνα και κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Κοιτάζει, αλλά βλέπει προς τα μέσα, αναζητάει μια φωτογραφία που να συνδέει μια μακρινή πια παιδική ηλικία με τη σημερινή φωτογραφία της, όπως τη βλέπει τώρα στον καθρέφτη. Και βρίσκει. Είναι οκτώ χρονών, πριν από λίγο έπαιζε στα χώματα, και τώρα, έχει κάνει μια στάση, έχει βγει απ’ τον κόσμο και έχει βυθιστεί σε κάποια ξένη ιστορία. Έχει ξεχάσει τους φίλους της, τους γονείς της, τα σχολικά μαθήματα, τις προσδοκίες των άλλων, τις δικές της προσδοκίες. Όλο το μέλλον βρίσκεται μέσα σ’ εκείνο το βιβλίο, είναι το μέλλον του Τομ Σώγερ, της Πολυάννας, του Φιλέα Φογκ, του Δον Κιχώτη, της Πάπισσας Ιωάννας, του Κουασιμόδου, της Αλίκης, που κάποτε ήταν ένα κορίτσι που το έβγαζαν φωτογραφίες κι έπειτα πέρασε μέσα από τον καθρέφτη κι έζησε τη δική του ιστορία. Κάθεται σε μια πολυθρόνα και κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Στα πόδια της είναι ακουμπισμένο το βιβλίο. Κάθε φορά που ανοίγει το βιβλίο μπαίνει πάλι ολόκληρη στην παλιά παιδική φωτογραφία.

posted by Rayuela at 1:28 π.μ. 5 comments

1.9.06

Γιατί μου αρέσει τόσο αυτή η φωτογραφία; Δεν ξέρω ακριβώς. Για κάποιο λόγο και με κάποιον ακατανόητο τρόπο βρίσκομαι εκεί μέσα. Κατά τα άλλα, η φωτογραφία ανήκει στον Eduardo Carrera και έχει τον τίτλο Bañista, δηλαδή Λουόμενος.
posted by Rayuela at 5:40 μ.μ. 9 comments